Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • πόρος
    • ουσιαστικό
    • -ου
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. |για φυσικές οντότητες 1. διάβαση, φυσικό ή τεχνητό πέρασμα, πορθμός, γέφυρα |για ποτάμι και θάλασσα |το ποτάμι, η θάλασσα, ο πόντος |με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος, Άχερούσιος πόρος, Διρκαῖος πόρος, Ἰόνιος πόρος, Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κ.ά.) 2. δρόμος, οδός, πορεία, ταξίδι 3. πόρος δέρματος, κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος |για το ανθρώπινο σώμα |ιατρική |φρ. πόροι σπερματικοί ή θορικοί, πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες), τροφῆς πόροι (=για τον οισοφάγο), πόροι φλεβικοί κ.ά Β. 1. διέξοδος από μια κατάσταση, τέχνασμα, επινόηση, τρόπος, κόλπο |για καταστάσεις |μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2. Πόρος, θεότητα, γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • για φυσικές οντότητες
    • 1. διάβαση, φυσικό ή τεχνητό πέρασμα, πορθμός, γέφυρα
    • για ποτάμι και θάλασσα
    • ΘΟΥΚ 7.80.6 ἐπειδὴ δ΄ ἐγένοντο ἐπὶ τῷ ποταμῷ͵ ηὗρον καὶ ἐνταῦθα φυλακήν τινα τῶν Συρακοσίων ἀποτειχίζουσάν τε καὶ ἀποσταυροῦσαν τὸν πόρον
    • ΑΙΣΧ Περ 722 μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν͵ ὥστ΄ ἔχειν πόρον
    • ΕΥΡ Φοιν 825 διδύμων ποταμῶν πόρον ἀμφὶ μέσον
    • ΗΡ 8.115 ἐπορεύετο κατὰ τάχος ἐς τὸν Ἑλλήσποντον͵ καὶ ἀπικνέεται ἐς τὸν πόρον τῆς διαβάσιος
    • ΗΡ 7.176 συνάγεται ἐς στεινὸν ἐόντα τὸν πόρον τὸν μεταξὺ νήσου τε Σκιάθου καὶ ἠπείρου Μαγνησίης
    • το ποτάμι, η θάλασσα, ο πόντος
    • ΟΜ Οδ 12.259 ὅσσ΄ ἐμόγησα πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων { όσα βάσανα πέρασα εξερευνώντας τη θάλασσα }
    • ΑΙΣΧ Περ 453 φίλους δ΄ ὑπεκσῴζοιεν ἐναλίων πόρων
    • ΕΥΡ Ανδρ 1262 Λευκὴν κατ΄ ἀκτὴν ἐντὸς ἀξένου πόρου { μέσα στον αφιλόξενο πόντο }
    • με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος, Άχερούσιος πόρος, Διρκαῖος πόρος, Ἰόνιος πόρος, Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κ.ά.)
    • ΑΙΣΧ Πρ 806 οἰκοῦσιν ἀμφὶ νᾶμα Πλούτωνος πόρου { κατοικούν γύρω από το πέρασμα του Πλούτωνα (το πέρασμα της Στυγός) }
    • ΕΥΡ Ελ 130 μέσον περῶσι πέλαγος Αἰγαίου πόρου
    • ΠΙΝΔ Νεμ 4.53 Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον
    • ΕΥΡ ΗρΜαιν 838 ὡς ἂν πορεύσας δι΄ Ἀχερούσιον πόρον
    • 2. δρόμος, οδός, πορεία, ταξίδι
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ειρ 124 τίς πόρος σοι τῆς ὁδοῦ γενήσεται;
    • ΑΙΣΧ Αγ 910 εὐθὺς γενέσθω πορφυρόστρωτος πόρος ἐς δῶμα
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.6.40 τοὺς πόρους αὐτῶν ἐκμανθάνων (οἱ κύνες) ἀφικνοῦνται οἱ λαγῷ
    • ΑΙΣΧ Πρ 280 αἰθέρα θ΄ ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν
    • 3. πόρος δέρματος, κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος
    • για το ανθρώπινο σώμα
    • ΠΛ Μεν 76c πόρους εἰς οὓς καὶ δι΄ ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται
    • ιατρική
    • φρ. πόροι σπερματικοί ή θορικοί, πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες), τροφῆς πόροι (=για τον οισοφάγο), πόροι φλεβικοί κ.ά
    • ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 495a φέρουσι δ΄ ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τρεῖς πόροι εἰς τὸν ἐγκέφαλον
    • ΑΡΙΣΤ ΖΜορ 650a τὸ στόμα τῆς ἀκατεργάστου τροφῆς πόρος ἐστι
    • Β.
    • 1. διέξοδος από μια κατάσταση, τέχνασμα, επινόηση, τρόπος, κόλπο
    • για καταστάσεις
    • ΕΥΡ ΙΑυλ 356 τί δράσω; τίνα δὲ πόρον εὕρω πόθεν;
    • ΠΛ Θεαιτ 191a ᾗ οὖν ἔτι πόρον τινὰ εὑρίσκω τοῦ ζητήματος ἡμῖν͵ ἄκουε
    • ΗΡ 2.2 Ψαμμήτιχος δὲ ὡς οὐκ ἐδύνατο πυνθανόμενος πόρον οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν οἳ γενοίατο πρῶτοι ἀνθρώπων
    • ΗΡ 3.156 ἐπείτε δὴ οὐδεὶς πόρος ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 759 κἀκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμήχανος πορίζειν
    • μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων
    • ΞΕΝ Ελλ 5.1.2 ὁ μέντοι Τελευτίας τυχὼν ἐπὶ τῶν νήσων ποι ἀφιγμένος κατὰ χρημάτων πόρον
    • ΔΗΜ 3.19 πόρους ἑτέρους λέγειν στρατιωτικούς
    • ΠΛ Μεν 78e οὐδὲν ἄρα μᾶλλον ὁ πόρος τῶν τοιούτων ἀγαθῶν ἢ ἡ ἀπορία ἀρετὴ ἂν εἴη
    • 2. Πόρος, θεότητα, γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα
    • ΠΛ Συμπ 203b ὁ τῆς Μήτιδος ὑὸς Πόρος
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΠΟΡΟΣ >
    • Από ρίζα *per- (πβ. πείρω, πέρνημι).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο7
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀπορία, εὐπορία, ποριστής 'αυτός που προμηθεύει', βουπόρος 'σούβλα', πορεία, πορεῖον 'μέσο μεταφοράς', πόρευμα 'προορισμός ενός ταξιδιού', πόρευσις, πορθμός 'πέρασμα', πορθμεύς 'αυτός που περνά', πορθμεῖον 'πέρασμα', πόρθευμα 'πέρασμα'
      • ρήματα: πορίζω, ἀπορέω-ῶ, εὐπορέω-ῶ, πείρω 'διαπερνώ', πορεύω 'μεταφέρω', πορεύομαι, πορθμεύω 'μεταφέρω'
      • επίθετα: εὔπορος, πόριμος 'δυνατός, επικερδής, πλούσιος', ποριστικός 'ικανός να εξασφαλίσει πόρους', ἄπορος, ἀκροπόρος 'αυτός που διαπερνά με το άκρο, με τη μύτη', ἀντίπορος 'αυτός που βρίσκεται απέναντι', ἔμπορος 'αυτός που ταξιδεύει με πλοίο', εὐρύπορος 'αυτός που έχει πλατιά περάσματα', ναύπορος, ναυσίπορος 'αυτός τον οποίο μπορούν να διασχίσουν τα πλοία', ὁδοιπόρος, ποντοπόρος, στενόπορος, ταχύπορος, τηλέπορος, ὠκύπορος, πορευτός, πορεύσιμος 'αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να περάσει', πορευτικός 'αυτός ο οποίος μπορεί να μετακινηθεί', πόρθμιος 'επίθετο του Ποσειδώνα', πορθμευτικός
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: πορισμός 'εξεύρεση πόρων', πόρισμα 'επιστημονικό συμπέρασμα'
      • επίθετα: εὐπόριστος 'αυτός που μπορεί κανείς εύκολα να προμηθευτεί', πορθμικός
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %πορ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • πορότης, πορειοδότης 'εργαλείο για εύρεση της πορείας του πλοίου', πορθμίσκος, συμποντοπόρος, διαπορθμευτής, διαπόρια 'τα τέλη εμπορίου', διαπορισμός, προσπόρισις, συμποντοπορέω-ῶ, πρωτοπορέω-ῶ, ποροφόρος, πορπωτός, πορθμοτόμος 'ονομασία του Ρούμελη χισσάρ (βυζαντινά Λαιμοκοπία)'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %πορ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %πορ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Τσακων. πορεία 'δρόμος', Ήπ. πορειά 'πόρτα, είσοδος', Λήμν. απουρειά 'γυναικείο γεννητικό όργανο', Καππ. πόρος, Μακεδ. πόρους 'αβαθές σημείο του ποταμού το οποίο καθιστά δυνατή τη διάβασή του, γέφυρα', Πόντ. πόρος 'μικρή λίμνη', Χίος bόρος 'μέρος όπου αρμέγεται το κοπάδι', Τσακων. πόρε 'πόρτα', Θράκ. πουρίδα 'πέρασμα', Κρ. πορίζω 'βγαίνω έξω', ξεπορίζω 'βρίσκω δρόμο, διέξοδο'
      • Η λέξη πόρος και η ετυμολογική οικογένεια στην οποία αυτή ανήκει σχετίζονται ετυμολογικά με αρκετές άλλες συγγενείς ετυμολογικά οικογένειες, όπως αυτές των πέρα 'στην άλλη άκρη, αντίθετα', πείρω 'διαπερνώ, τρυπώ πέρα ως πέρα', πέρνημι 'πουλώ', πορεῖν 'β΄ αόριστος ρήματος που σημαίνει πορίζομαι', πόρπαξ 'λαβή ασπίδας', πόρσω 'απέναντι, μακριά', συγκροτώντας έτσι όλες μαζί μια ιδιαίτερα μεγάλη και παραγωγική ετυμολογική υπέρ-οικογένεια. Η αρχαία ελληνική λέξη ἔμπορος αναδεικνύεται σε ιδιαίτερα παραγωγικό α΄ συνθετικό τον 19ο αιώνα, παράβαλλε το πλήθος των συνθέτων που καταγράφει ο Κουμανούδης: εμπορευματαποθήκαι, εμπορεύσιμος, εμπορικοοικονομικός, εμπορικώς, εμποροβιομηχανικός, εμποροδικηγόρος, εμποροεργοστασιάρχης, εμποροσυνακτήριον και πλήθος άλλων.