Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- κρίσις
- ουσιαστικό
- -εως
- ἡ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. 1. κρίση, γνώμη, εκτίμηση, αποτίμηση 2. εκλογή, επιλογή, προτίμηση |με γεν. Β. 1. δίκη, κρίση δικαστηρίου, δικαστική απόφαση |δικανικός όρος 2. δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης, άμιλλα, αγώνας 3. έριδα, φιλονικία, λογομαχία |με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ. η έκβαση, το αποτέλεσμα, η λύση ενός πράγματος, μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ. απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου |ιατρική
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.
- 1. κρίση, γνώμη, εκτίμηση, αποτίμηση
- ΘΟΥΚ 1.131.2 καθίστησιν ἑαυτὸν ἐς κρίσιν τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν
- ΕΥΡ Ελ 676 ὤμοι ἐγὼ κείνων λουτρῶν καὶ κρηνᾶν͵ ἵνα θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν͵ εὖτ΄ ἔμολον ἐς κρίσιν
- ΞΕΝ Ελλ 2.4.41 τίς ἂν καλλίων κρίσις τούτου γένοιτο ἢ ὡς ἐπολεμήσαμεν πρὸς ἀλλήλους; { ποια καλύτερη εκτίμηση θα μπορούσε να γίνει γι' αυτό, από το πώς πολεμήσαμε μεταξύ μας; }
- ΑΡΙΣΤ Φυσ 216b τῇ ἁφῇ γὰρ ἡ κρίσις τοῦ ἁπτοῦ
- 2. εκλογή, επιλογή, προτίμηση
- ΞΕΝ Ελλ 4.2.6 τὴν δὲ κρίσιν ἔφη ποιήσειν͵ ἐπεὶ διαβαίησαν ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Εὐρώπην͵ ἐν Χερρονήσῳ͵ ὅπως εὖ εἰδείησαν ὅτι τοὺς στρατευομένους δεῖ εὐκρινεῖν
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1321a καθάπερ ἐν Μασσαλίᾳ κρίσιν ποιουμένους τῶν ἀξίων τῶν ἐν τῷ πολιτεύματι καὶ τῶν ἔξωθεν
- με γεν.
- ΗΡ 6.131 ἀμφὶ μὲν κρίσι τῶν μνηστήρων τοσαῦτα ἐγένετο
- ΠΛ Πολ 360e τὴν δὲ κρίσιν αὐτὴν τοῦ βίου πέρι ὧν λέγομεν
- Β.
- 1. δίκη, κρίση δικαστηρίου, δικαστική απόφαση
- δικανικός όρος
- ΘΟΥΚ 6.61.4 ὥστε βουλόμενοι αὐτὸν ἐς κρίσιν ἀγαγόντες ἀποκτεῖναι
- ΙΣΟΚΡ 18.22 ἔδοξεν ὑμῖν ἀφεῖναι καὶ μηδὲ κρίσιν περὶ αὐτοῦ ποιήσασθαι
- ΔΗΜ 21.218 κοινὴ γὰρ ἡ κρίσις͵ καὶ τἀδικήματα πάντ΄ ἐφ΄ οἷς νῦν κρίνεται κοινά
- 2. δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης, άμιλλα, αγώνας
- ΣΟΦ Τρ 266 πρὸς τόξου κρίσιν
- ΠΛ Νομ 765b ὁ λαχὼν τὸν ἐνιαυτὸν ἐκεῖνον τῶν ἀφικομένων εἰς κρίσιν μονῳδιῶν τε καὶ συναυλιῶν ἀρχέτω
- ΑΡΙΣΤΟΦ Βατρ 779 ὁ δῆμος ἀνεβόα κρίσιν ποεῖν ὁπότερος εἴη τὴν τέχνην σοφώτερος
- 3. έριδα, φιλονικία, λογομαχία
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΗΡ 7.26 οὐδὲ γὰρ ἀρχὴν ἐς κρίσιν τούτου πέρι ἐλθόντας οἶδα
- Γ. η έκβαση, το αποτέλεσμα, η λύση ενός πράγματος, μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος
- ΘΟΥΚ 1.23.1 τῶν δὲ πρότερον ἔργων μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν͵ καὶ τοῦτο ὅμως...ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχεν
- ΔΗΜ 18.57 ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν εἶναι νομίζω { εκτιμώ ότι η έκβαση έγκειται στις πολιτικές μου ενέργειες }
- Δ. απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου
- ιατρική
- ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 553a αἱ τῶν νόσων συμβαίνουσι κρίσεις
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΚΡΙΝΩ >
- Από: θέμα κριν- + επίθημα -σι- + -ς > κρίσις
- Τη λ. δανείστηκε η λατ. (crisis) και από αυτή με τη σειρά της η διεθνής ορολογία, πβ. αγγλ. crisis.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο14.1
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: κριτήρ 'δικαστής', κριτήριον 'ικανότητα κρίσης, κρίση, δικαστήριο', κριτής, κρίσις 'κρίση, απόφαση', ὑπόκρισις ή ὑποκρισία 'απάντηση, υπόδυση ρόλου'
- ρήματα: ἀνακρίνω, ἀποκρίνομαι, διακρίνω, ἐγκρίνω, εἰσκρίνω 'δέχομαι', ἐκκρίνω 'επιλέγω', κατακρίνω, προκρίνω, προσκρίνω 'αποδίδω', ὑποκρίνομαι 'απαντώ, υποδύομαι ένα ρόλο'
- επίθετα: κρίσιμος, κριτός 'εκλεκτός', κριτικός 'ικανός να κρίνει'
- επιρρήματα: διακριδόν 'φανερά, ακριβώς, ξεχωριστά'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀποκρισιάριος 'αγγελιοφόρος, αντιπρόσωπος', κατάκριμα 'κρίση, καταδίκη', κρίμα 'κρίση, απόφαση, αξιόποινη πράξη, αμαρτία', κρίση 'κρίση, καταδίκη', κριτήριον, πρόκριτος, ὑποκρισία, ὑποκριτής
- ρήματα: κρίνω 'καταδικάζω', διακρίνομαι 'διστάζω'
- επίθετα: διακριτικός 'ικανός να διακρίνει, να ξεχωρίζει', ἔγκριτος 'εκλεκτός, σεβαστός'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- κρισιμότης, κριτικογράφος, ανακριτής, διακριτικότης, υποκρίτρια, λογοκρισία, λογοκρίτης, διακριτός, εγκριτικός, εκκριματικός, κατακριτέος, κριτηριακό 'δικαίωμα των πολιτών να κρίνουν, να δικάζουν', λογοκριτικός
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ