Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἦθος
- ουσιαστικό
- -ους
- τό
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. συνήθης διαμονή, ενδιαίτημα, κατάλυμα, κατοικία |για ζώα |για ανθρώπους Β. (συνήθως στον πληθ.) συνήθεια, παράδοση, έθιμ o Γ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία |ως αποτέλεσμα συνήθειας |για ζώα |αντ. του διάνοια |(συνήθως στον πληθ.) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου |τρόπος σκέψης, γνώμη |διάθεση, έκφραση προσώπου |ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου |ρητορική |πρόσωπο του δράματος |θέατρο
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. συνήθης διαμονή, ενδιαίτημα, κατάλυμα, κατοικία
- για ζώα
- ΗΡ 7.125 οἱ λέοντες τὰς νύκτας καὶ λείποντες τὰ σφέτερα ἤθεα { τα λιοντάρια άφηναν τις φωλιές τους τη νύχτα }
- για ανθρώπους
- ΠΛ Νομ 865e ὁρῶν τε τὸν ἑαυτοῦ φονέα ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας ἀναστρεφόμενον
- Β. (συνήθως στον πληθ.) συνήθεια, παράδοση, έθιμ o
- ΘΟΥΚ 6.18.7 τῶν ἀνθρώπων ἀσφαλέστατα τούτους οἰκεῖν οἳ ἂν τοῖς παροῦσιν ἤθεσι καὶ νόμοις͵ ἢν καὶ χείρω ᾖ͵ ἥκιστα διαφόρως πολιτεύωσιν { δεν υπάρχουν άνθρωποι που να ζουν με περισσότερη ασφάλεια από εκείνους που πολιτεύονται σύμφωνα με τα υπάρχοντα ήθη και έθιμά τους, έστω κι αν αυτά δεν είναι πολύ καλά }
- Γ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία
- ΣΟΦ Αντ 746 ὦ μιαρὸν ἦθος καὶ γυναικὸς ὕστερον
- ΙΣΟΚΡ 2.31 τὸ τῆς πόλεως ὅλης ἦθος ὁμοιοῦται τοῖς ἄρχουσιν { o χαρακτήρας όλων των κατοίκων της πόλης γίνεται όμοιος με τον χαρακτήρα των αρχόντων }
- ως αποτέλεσμα συνήθειας
- ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 1.6.2 τὸ γὰρ ἦθος ἀπὸ τοῦ ἔθους ἔχει τὴν ἐπωνυμίαν· ἠθικὴ γὰρ καλεῖται διὰ τὸ ἐθίζεσθαι
- για ζώα
- ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 610b τό τε γὰρ τῶν προβάτων ἦθος͵ ὥσπερ λέγεται͵ εὔηθες καὶ ἀνόητον
- αντ. του διάνοια
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1138b τὰς δὴ τῆς ψυχῆς ἀρετὰς διελόμενοι τὰς μὲν εἶναι τοῦ ἤθους ἔφαμεν τὰς δὲ τῆς διανοίας
- (συνήθως στον πληθ.) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου
- ΠΛ Πολ 402d ὅτου ἂν συμπίπτῃ ἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα καὶ ἐν τῷ εἴδει ὁμολογοῦντα ἐκείνοις καὶ συμφωνοῦντα { όταν συμπέσει να υπάρχουν και στην ψυχή χρηστά ήθη και στο σώμα ανάλογες ιδιότητες του ίδιου τύπου }
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1144b πᾶσι γὰρ δοκεῖ ἕκαστα τῶν ἠθῶν ὑπάρχειν φύσει πως
- τρόπος σκέψης, γνώμη
- ΣΟΦ Αντ 705 μή νυν ἓν ἦθος μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει
- διάθεση, έκφραση προσώπου
- ΞΕΝ Συμπ 8.3 οὐχ ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν αὐτοῦ αἱ ὀφρύες͵ ἀτρεμὲς δὲ τὸ ὄμμα͵ μέτριοι δὲ οἱ λόγοι͵ πραεῖα δὲ ἡ φωνή͵ ἱλαρὸν δὲ τὸ ἦθος
- ΑΡΙΣΤ Φυσιογν 807b τὰς δὲ κινήσεις καὶ τὸ σχῆμα καὶ τὸ ἦθος τὸ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἐπιφαινόμενον
- ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου
- ρητορική
- ΑΡΙΣΤ Ρητ 1395b ἦθος δὲ ἔχουσιν οἱ λόγοι ἐν ὅσοις δήλη ἡ προαίρεσις
- πρόσωπο του δράματος
- θέατρο
- ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1460a ὁ δὲ ὀλίγα φροιμιασάμενος εὐθὺς εἰσάγει ἄνδρα ἢ γυναῖκα ἢ ἄλλο τι ἦθος { ο Όμηρος, έπειτα από ένα σύντομο προοίμιο, εισάγει αμέσως έναν άνδρα ή μια γυναίκα ή κάποιο άλλο πρόσωπο }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΗΘΟΣ >
- Ανάγεται σε ιε. ρίζα. Το θέμα ἠθ- εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του ὠθ- (στον παρακείμ. εἴωθα) και τη συνεσταλμένη του ἐθ- (στο ἔθος).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο26
- ιων. εν. τοῦ ἤθεος, πληθ. τὰ ἤθεα
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἠθάς 'ο γνώστης, ο έμπειρος ενός πράγματος, ο συνήθης, ο οικείος', ἠθογράφος 'αυτός που διαγράφει το χαρακτήρα', ἀήθεια 'έλλειψη συνήθειας, απειρία', κακοήθεια, εὐήθεια 'αγαθότητα του ήθους, απλότητα, τιμιότητα', συνήθεια
- ρήματα: ἀηθέσσω 'είμαι ασυνήθιστος', εὐηθίζομαι
- επίθετα: ἠθεῖος 'προσφιλής, σεβαστός', ἠθικός, ἠθοποιός 'αυτός που διαπλάθει το χαρακτήρα', ἀήθης 'ασυνήθιστος, παράδοξος', εὐήθης, εὐηθικός 'αυτός που έχει καλό ήθος, άδολος, απλός', κακοήθης, συνήθης, χρηστοήθης
- επιρρήματα: ἠθικῶς, ἀήθως 'απροσδόκητα', κακοήθως, εὐήθως, εὐηθικῶς, συνήθως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- δωρ. ἠθαῖος 'προσφιλής, σεβαστός', ιων. κακοηθίη 'κακοήθεια'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἠθοποιΐα 'η διαμόρφωση του χαρακτήρα', ἠθολογία 'η μίμηση του χαρακτήρα κάποιου', κακοήθευμα 'κακοήθης πράξη', καλοήθεια, χρηστοήθεια
- ρήματα: ἠθικεύομαι 'ηθικολογώ', ἠθοποιέω 'διαμορφώνω τα ήθη ή το χαρακτήρα κάποιου', ἠθολογέω 'μιμούμαι τα χαρακτήρα ή τα ήθη κάποιου', ἠθογραφέω 'διαγράφω χαρακτήρα', ἀηθέω, ἀηθίζομαι 'είμαι ασυνήθιστος', κακοηθεύομαι, κακοηθίζομαι, συνηθέω
- επίθετα: ἠθαλέος 'συνηθισμένος', ἠθάδιος, ἠθολόγος, ἀκακοήθης, καλοήθης
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ηθ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ηθικογραφία, ηθικοδιδάσκαλος, ηθικοθρησκευτικός, ηθικολογέω, ηθικολογία, ηθικολογικός, ηθικολόγος, ηθικοπλαστικός, ηθικοποίησις, ηθικοποιητικός, ηθικοποιός, ηθικοπολιτικός, ηθογνωσία, ηθογνώστης, ηθογραφικός, ηθοκοινωνιογραφικός, ηθολογικός, ηθοπλαστικός, ηθοποίησις, ηθοποιητική, ηθοποιός, ηθοφθορία, ηθοφθόρος, ανήθικος, ανηθικότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Τσακων. ήθι 'χαρακτήρας, φρόνημα'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ