Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- αἱρέω
- ρήμα
- αἱρῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. παίρνω με τα χέρια μου, παίρνω για τον εαυτό μου |παίρνω από κπ., αφαιρώ |φρ. ἑλών=δια της βίας 2. συλλαμβάνω, πιάνω αιχμάλωτο |για ανθρώπους και ζώα |σκοτώνω |νικώ 3. πιάνω, συλλαμβάνω κπ. να κάνει κτ. |με κτγ. μτχ. 4. αποδεικνύω κπ. ένοχο για κτ. |δικανικός όρος |με κτγ. μτχ. ή κτγ. |με αιτ. και γεν. |φρ. ἑλεῖν δίκην ή γραφήν=παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου |φρ. (δίκην) ἑλεῖν με αιτ.=καταδικάζω κπ. με δίκη |φρ. οἱ ἑλόντες (αντ. οἱ ἑαλωκότες)=οι καταδικασμένοι (αντ. αυτοί που κερδίζουν τη δίκη) 5. κυριεύω, κατακτώ |καταλαμβάνω, κυριεύω |μτφ. |φρ. θάμβος, χόλος, λήθη, σκότος, ὕπνος αἱρεῖ τινα |ΟΜ |αποκτώ, εξασφαλίζω 6. συλλαμβάνω με το μυαλό, κατανοώ Β.ΜΕΣΟ 1. εκλέγω |εκλέγω με την ψήφο μου 2. προτιμώ |με απρφ. Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. κυριεύομαι 2. κερδίζομαι 3. εκλέγομαι
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ
- 1. παίρνω με τα χέρια μου, παίρνω για τον εαυτό μου
- ΟΜ Ιλ 1.139 Ὀδυσῆος γέρας ἄξω ἑλών
- ΑΙΣΧ απ 199.4 ἑλέσθαι δ΄ οὔτιν΄ ἐκ γαίας λίθον
- ΘΟΥΚ 2.75.3 τοὺς δὲ ὕπνον τε καὶ σῖτον αἱρεῖσθαι { άλλοι να κοιμούνται ή να τρώνε (κυριολ. να παίρνουν φαγητό και ύπνο) }
- παίρνω από κπ., αφαιρώ
- ΟΜ Ιλ 24.578 ἀπ΄ ἀπήνης ᾕρεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι΄ ἄποινα { από την άμαξα ξεφόρτωσαν τα αναρίθμητα λύτρα για τον Έκτορα }
- ΟΜ Ιλ 15.125 τοῦ δ΄ ἀπὸ μὲν κεφαλῆς κόρυθ΄ εἵλετο καὶ σάκος ὤμων { από το κεφάλι του αφαίρεσε την περικεφαλαία, από τους ώμους την πανοπλία }
- φρ. ἑλών=δια της βίας
- ΣΟΦ Αντ 497 θέλεις τι μεῖζον ἢ κατακτεῖναί μ΄ ἑλών; { θέλεις τίποτε περισσότερο ή δια της βίας να με πιάσεις και να με σκοτώσεις; }
- 2. συλλαμβάνω, πιάνω αιχμάλωτο
- για ανθρώπους και ζώα
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.1.11 διώκοντες δὲ αἱρεῖν οὐχ ἱκανοί
- ΗΡ 1.73 καί κοτε συνήνεικε ἑλεῖν σφεας μηδέν { κάποτε συνέπεσε να μην πιάσουν τίποτε στο κυνήγι }
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.6.40 κύνας εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ κατὰ πόδας αἱρεῖν
- σκοτώνω
- ΗΡ 1.214 ἀπώλεσας παῖδα τὸν ἐμὸν ἑλὼν δόλῳ { με κατέστρεψες σκοτώνοντας με δόλο το παιδί μου }
- νικώ
- ΞΕΝ Ιππ 5.14 ἢ βίᾳ ἢ τέχνῃ αἱρεῖν τοὺς ἐναντίους βουλόμενος
- 3. πιάνω, συλλαμβάνω κπ. να κάνει κτ.
- με κτγ. μτχ.
- ΣΟΦ Αντ 385 τήνδ΄ εἵλομεν θάπτουσαν
- ΠΛ Νομ 874b νύκτωρ φῶρα (=κλέφτη) εἰς οἰκίαν εἰσιόντα ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἐὰν ἑλὼν κτείνῃ
- 4. αποδεικνύω κπ. ένοχο για κτ.
- δικανικός όρος
- με κτγ. μτχ. ή κτγ.
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 829 ἀλλά σε κλέπτονθ΄ αἱρήσω ΄γὼ τρεῖς μυριάδας { θα αποδείξω ότι έκλεψες τριάντα χιλιάδες }
- ΠΛ Νομ 941d δοῦλον ἄν τίς τι κλέπτοντα ἐν δικαστηρίῳ ἕλῃ { αν κάποιος αποδείξει στο δικαστήριο ότι ο δούλος είναι ένοχος κλοπής }
- με αιτ. και γεν.
- ΙΣΑΙΟΣ 9.36 ἔπειτα τετελευτηκότα Ἀστύφιλον παρανοίας αἱρήσετε { έπειτα θα αποδείξετε τον πεθαμένο Αστύφιλο ένοχο παραφροσύνης }
- ΑΙΣΧΙΝ 3.156 μηδ΄ αἱρεῖτε παρανοίας ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναίων { ούτε να αποδείξετε ενώπιον των Ελλήνων ότι ο αθηναϊκός δήμος είναι ένοχος παράνοιας }
- φρ. ἑλεῖν δίκην ή γραφήν=παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου
- ΑΝΤΙΦ 2.1.5 πολλὰς μὲν καὶ μεγάλας γραφὰς διώξας οὐδεμίαν εἷλεν { και αν και πολλές και σοβαρές καταγγελίες του είχε κάνει, σε καμιά ποτέ δεν κέρδισε }
- φρ. (δίκην) ἑλεῖν με αιτ.=καταδικάζω κπ. με δίκη
- ΙΣΑΙΟΣ 7.13 καὶ διότι πολὺ αὐτὸν Ἀρχέδαμος εἷλεν { και διότι ο Αρχέδαμος καταδίκασε αυτόν (τον Εύπολι) σε μεγάλα ποσά }
- φρ. οἱ ἑλόντες (αντ. οἱ ἑαλωκότες)=οι καταδικασμένοι (αντ. αυτοί που κερδίζουν τη δίκη)
- ΔΗΜ 21.11 τὰ δίκῃ καὶ ψήφῳ τῶν ἑλόντων γιγνόμενα τῶν ἑαλωκότων { αυτά που με δικαστήριο και ψηφοφορία επιδικάστηκαν σε κάποιον τα δώσατε πίσω στον καταδικασμένο }
- 5. κυριεύω, κατακτώ
- ΘΟΥΚ 1.100.1 (Ἀθηναῖοι καὶ ξύμμαχοι) εἷλον τριήρεις Φοινίκων
- ΗΡ 1.14 (Γύγης) τὸ ἄστυ εἷλε
- ΣΟΦ Φιλ 347 οὐ θέμις γίγνοιτ΄͵ ἐπεὶ κατέφθιτο πατὴρ ἐμός͵ τὰ πέργαμ΄ ἄλλον ἢ ΄μ΄ ἑλεῖν
- ΣΟΦ Τραχ 353 ταύτης ἕκατι κεῖνος Εὔρυτόν θ΄ ἕλοι τήν θ΄ ὑψίπυργον Οἰχαλίαν { για χάρη της εκείνος κυρίεψε τον Εύρυτο και την Οιχαλία με τους ψηλούς τους πύργους }
- καταλαμβάνω, κυριεύω
- μτφ.
- ΟΜ Οδ 2.81 οἶκτος δ΄ ἕλε λαὸν ἅπαντα
- ΟΜ φρ. θάμβος, χόλος, λήθη, σκότος, ὕπνος αἱρεῖ τινα
- αποκτώ, εξασφαλίζω
- ΟΜ Ιλ 17.321 Ἀργεῖοι δέ κε κῦδος ἕλον
- ΟΜ Ιλ 22.119 Τρωσὶν δ΄ αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι { θα εξασφαλίσω όρκο της γερουσίας από τους Τρώες }
- 6. συλλαμβάνω με το μυαλό, κατανοώ
- ΠΛ Φιληβ 17e ἄλλο τῶν ἓν ὁτιοῦν ταύτῃ σκοπούμενος ἕλῃς
- ΠΛ Σοφιστ 241c ἀδύνατόν γ᾽ ἄν, ὡς ἔοικεν, εἴη τὸν σοφιστὴν ἑλεῖν, εἰ ταῦτα οὕτως ἔχει
- Β.ΜΕΣΟ
- 1. εκλέγω
- ΗΡ 4.137 πρότερον τὴν Μιλτιάδεω γνώμην αἱρεόμενοι
- ΔΗΜ 43.57 τούτους δὲ οἱ πεντήκοντα καὶ εἷς ἀριστίνδην αἱρείσθων { Αυτούς να τους εκλέξουν οι "πενήντα-ένας" σύμφωνα με την αξία τους }
- ΟΜ Ιλ 10.235 τὸν μὲν δὴ ἕταρόν γ΄ αἱρήσεαι ὅν κ΄ ἐθέλῃσθα { το σύντροφο μονάχος διάλεξε που θες μαζί να πάρεις }
- ΘΟΥΚ 2.34.8 Περικλῆς ὁ Ξανθίππου ᾑρέθη λέγειν
- εκλέγω με την ψήφο μου
- ΠΛ Ιων 541c ἡ δὲ ὑμετέρα (πόλις) καὶ ἡ Λακεδαιμονίων οὐκ ἄν με ἕλοιτο στρατηγόν
- ΠΛ Ιων 541d Ἴωνα δ΄ ἄρα τὸν Ἐφέσιον οὐχ αἱρήσεται στρατηγὸν
- ΘΟΥΚ 3.92.2 πέμπουσιν ἐς Λακεδαίμονα͵ ἑλόμενοι πρεσβευτὴν Τεισαμενόν
- ΛΥΣ 13 .9 ἐὰν αὐτὸν ἕλησθε περὶ τῆς εἰρήνης πρεσβευτὴν αὐτοκράτορα (=πρεσβευτής με απόλυτες εξουσίες)
- 2. προτιμώ
- ΗΡ 1.87 οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται
- ΛΥΣ 2.62 θάνατον μετ΄ ἐλευθερίας αἱρούμενοι ἢ βίον μετὰ δουλείας
- ΞΕΝ ΚΑναβ 1.7.3 τὴν ἐλευθερίαν ἑλοίμην ἂν ἀντὶ ὧν ἔχω πάντων καὶ ἄλλων πολλαπλασίων
- ΣΟΦ Φιλ 46 ἂν ἕλοιτό μ΄ ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν
- με απρφ.
- ΠΛ Απολ 38e πολὺ μᾶλλον αἱροῦμαι ὧδε ἀπολογησάμενος τεθνάναι ἢ ἐκείνως ζῆν { πολύ περισσότερο προτιμώ το θάνατο μετά από μια τέτοια απολογία παρά να ζω }
- ΞΕΝ Απομν 1.2.16 ἑλέσθαι ἂν μᾶλλον αὐτὼ τεθνάναι
- Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ
- 1. κυριεύομαι
- ΗΡ 1.185 ἄλλα τε ἀραιρημένα (=ᾑρημένα) ἄστεα αὐτοῖσι
- 2. κερδίζομαι
- ΣΟΦ ΟιδΚ 1148 χὤπως μὲν ἁγὼν οὗτος ᾑρέθη { για το πώς κερδήθηκε η μάχη }
- 3. εκλέγομαι
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1299a ἔτι δὲ καὶ χορηγοὶ καὶ κήρυκες (δ΄) αἱροῦνται καὶ πρεσβευταί
- ΞΕΝ Απομν 3.2.1 ἐντυχὼν δέ ποτε στρατηγεῖν ᾑρημένῳ τῳ { συνάντησε κάποτε τυχαία κάποιον που είχε εκλεγεί στρατηγός }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΙΡΕΩ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ3
- αἱρῶ, ᾕρουν, αἱρήσω, αόρ. β' εἷλον, ᾕρηκα, ᾑρήκειν
- αἱροῦμαι, ᾑρούμην, αἱρήσομαι, αόρ. β' εἱλόμην, ᾕρημαι, ᾑρήμην
- παθ. μέλλ. αἱρεθήσομαι, παθ. αόρ. ᾑρέθην
- ιων. ενεστ. αἱρέει, αἱρέουσι, πρτ. αἵρεον, ἥρεον, αόρ. β' εἵλευ, πρκ. ἀραίρηκα, παθ. αόρ. αἱρέθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: αἵρεσις, ἀναίρεσις, ἀνταίρεσις, ἀντιπροαίρεσις, ἀφαίρεσις, διαίρεσις, ἐξαίρεσις, καθαίρεσις, παραίρεσις, προαίρεσις, ὑφαίρεσις
- ρήματα: αἱρέω, ἀναιρέω, ἀνταναιρέω, διαιρέω, ἐξαιρέω, καθαιρέω, προαιρέω, προσαιρέω, προσδιαιρέω
- επίθετα: αἱρέσιμος, αἱρετός, αἱρετέος, ἀναιρέσιμος, ἐξαιρέσιος, ἐξαιρέσιμος, καθαιρέσιος, προαιρέσιος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: αἱρεσιάρχης, αἱρεσιομάχος, αἱρεσιώτης, συναιρεσιώτης, ἀντιδιαίρεσις, ἀρχαιρεσία, προσθαφαίρεσις, συναίρεσις, ὑπεξαίρεσις, ὑποδιαίρεσις
- ρήματα: ἀνακαθαιρέω, ἀνταιρέω, ἀπαιρέω, ἀποκαθαιρέω, ἀφαιρέω, προσδιαιρέω, συναιρέω, αἱρεσιαρχέω, αἱρεσιομαχέω
- επίθετα: αἱρεσιαρχικός, ἀναιρέσιμος, ἀσυναίρετος
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αιρεσιαρχία, αιρεσιολόγος, αιρεσιόφρων, αιρετικότης 'εκλεξιμότητα', αναιρεσιμότης, αφαιρέσιμος, συναιρεσιάρχης, διαιρέσιμος, διαιρετότης, εξαιρετικότης, εξαιρετικώς, υπεξαιρέτης, υποδιαιρετικός, υποδιαιρετότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ