Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἡγέομαι
- ρήμα
- αποθετικό
- ἡγοῦμαι
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. 1. προπορεύομαι, προηγούμαι |απόλ. |οδηγώ κπ. |με δοτ. προσ. |με αιτ. τοπ. 2. είμαι αρχηγός σε κπ. κατάσταση, ενέργεια ή πράγμα |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με γεν. πράγμ. 3. είμαι οδηγός σε κτ., είμαι πρώτος σε κτ. |με δοτ. |οδηγώ, διευθύνω κτ. |με αιτ. |η μτχ. ως επίθ., αντ. του ἑπόμενος |φρ. ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β. 1. οδηγώ στρατό ή στόλο |με δοτ. 2. είμαι ο ηγεμόνας, ο άρχοντας, ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ. |με γεν. |με γεν. Γ. νομίζω, φρονώ, θεωρώ, πιστεύω |με κτγ. του Α |στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ. ἥγημαι |φρ. ἡγοῦμαι (με ή και χωρίς) δεῖν και απρφ.=νομίζω ότι πρέπει να ..., θεωρώ καλό να...
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.
- 1. προπορεύομαι, προηγούμαι
- απόλ.
- ΟΜ Ιλ 24.95 πρόσθεν δὲ ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις ἡγεῖτο { μπροστά προηγούνταν η ανεμοπόδαρη γρήγορη Ίρη }
- ΕΥΡ Φοιν 834 ἡγοῦ πάροιθε͵ θύγατερ
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.4.5 αὖθις δὲ ὁ ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται
- οδηγώ κπ.
- με δοτ. προσ.
- ΟΜ Ιλ 22.101 ὅς μ΄ ἐκέλευε Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι
- ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 15 οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα
- ΞΕΝ Αγησ 10.2 πρὸς πᾶσαν ἀρετὴν ἡγεῖσθαι τοῖς πολίταις
- με αιτ. τοπ.
- ΑΙΣΧ Ικ 501 ἡγεῖσθε βωμοὺς ἀστικούς͵ θεῶν ἕδρας
- 2. είμαι αρχηγός σε κπ. κατάσταση, ενέργεια ή πράγμα
- με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ.
- ΠΛ Νομ 730c ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται͵ πάντων δὲ ἀνθρώποις
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.1 ὁ δὲ Κῦρος ... τοῦ χοροῦ ἡγήσατο Πέρσαις κατὰ τὰ πάτρια
- με γεν. πράγμ.
- ΠΛ Μεν 97c φρόνησις μόνον ἡγεῖται τοῦ ὀρθῶς πράττειν
- ΞΕΝ Απομν 2.3.15 νομίζεται τὸν πρεσβύτερον ἡγεῖσθαι παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου
- 3. είμαι οδηγός σε κτ., είμαι πρώτος σε κτ.
- με δοτ.
- ΟΜ Ιλ 22.247 ὥς φαμένη καὶ κερδοσύνῃ ἡγήσατ΄ Ἀθήνη { έτσι μίλησε η Αθηνά και τράβηξε πρώτη μπροστά με δόλο }
- οδηγώ, διευθύνω κτ.
- με αιτ.
- ΕΥΡ Ικ 226 κοινὰς γὰρ ὁ θεὸς τὰς τύχας ἡγούμενος
- ΔΗΜ 21.174 ἐπ΄ ἀλλοτρίου τὰς πομπὰς ἡγεῖτο͵ τοῦ Φιλομήλου τοῦ Παιανιέως ἵππου { οδηγούσε τις πομπές πάνω σε ξένο άλογο, του Φιλομήλου από την Παιανία }
- η μτχ. ως επίθ., αντ. του ἑπόμενος
- ΑΡΙΣΤ ΖΠορ 713b { ἡγούμενα σκέλη: τα μπροστινά πόδια }
- φρ. ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο
- ΗΡ 9.15 οὗτοι δὲ αὐτῷ τὴν ὁδὸν ἡγέοντο ἐς Σφενδαλέας͵ ἐνθεῦτεν δὲ ἐς Τάναγραν
- Β.
- 1. οδηγώ στρατό ή στόλο
- με δοτ.
- ΟΜ Ιλ 2.687 οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο
- ΕΥΡ Βακ 1359 ἄξω ΄πὶ βωμοὺς καὶ τάφους Ἑλληνικούς͵ ἡγούμενος λόγχαισι
- ΛΥΣ 31.17 ὁρμώμενος γὰρ ἐξ Ὠρωποῦ, τοτὲ μὲν αὐτός μόνος, τοτὲ δ' ἑτέροις ἡγούμενος οἷς τὰ ὑμέτερα δυστυχήματα εὐτυχήματα ἐγεγόνει
- 2. είμαι ο ηγεμόνας, ο άρχοντας, ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ.
- με γεν.
- ΘΟΥΚ 2.10.3 Ἀρχίδαμος ὁ βασιλεὺς τῶν Λακεδαιμονίων͵ ὅσπερ ἡγεῖτο τῆς ἐξόδου ταύτης
- ΙΣΟΚΡ 9.45 ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν͵ ἀλλ΄ οὐκ ἀγόμενος ὑπ΄ αὐτῶν
- με γεν.
- ΗΡ 1.95 ἡγήσαντο τῆς Ἀσίης
- ΗΡ 7.148 ἡγεόμενοι κατὰ τὸ ἥμισυ πάσης τῆς συμμαχίης
- Γ. νομίζω, φρονώ, θεωρώ, πιστεύω
- ΘΟΥΚ 2.89.5 οὐκ ἂν ἡγοῦνται μὴ μέλλοντάς τι ἄξιον τοῦ παρὰ πολὺ πράξειν ἀνθίστασθαι ὑμᾶς
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 32 φέρ΄ ἐτεὸν ἡγεῖ γὰρ θεούς; { πιστεύεις πως υπάρχουν θεοί; }
- ΑΡΙΣΤ Πολ 1332b τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἥρωας ἡγούμεθα τῶν ἀνθρώπων διαφέρειν
- με κτγ. του Α
- ΑΙΣΧ Χο 902 ἅπαντας ἐχθροὺς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον
- ΑΡΙΣΤ Προβλ 962a διὰ τί τὸν μὲν πταρμὸν θεὸν ἡγούμεθα εἶναι͵ τὴν δὲ βῆχα ἢ τὴν κόρυζαν οὔ;
- στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ. ἥγημαι
- ΗΡ 2.115 περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν { το θεωρώ σπουδαίο πράγμα να μην σκοτώσω ξένο }
- φρ. ἡγοῦμαι (με ή και χωρίς) δεῖν και απρφ.=νομίζω ότι πρέπει να ..., θεωρώ καλό να...
- ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 40.3 κελευουσῶν τῶν συνθηκῶν ἑκατέρους ἀποδιδόναι χωρίς..ἡγούμενοι τοῦτο πρῶτον ἄρχειν δεῖν τῆς ὁμονοίας { η συμφωνία προέβλεπε ότι οι δύο παρατάξεις θα επέστρεφαν χωριστά τα χρήματα θεωρώντας ότι θα έπρεπε να αρχίσει από αυτό η ομόνοια μεταξύ τους }
- ΘΟΥΚ 2.42.4 { πιστεύοντας ότι χρέος έχουν κάλλιο να χαθούν παρά να σωθούν υποχωρώντας }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΗΓΕΟΜΑΙ >
- Από ιε. ρίζα *sag- (=ιχνηλατώ), πβ. λατ. sagio, γοτθ. sakjan, αρχ. ιρλ. saigim.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ3 (μόνο μέση φωνή)
- ἡγοῦμαι, ἡγούμην, ἡγήσομαι, ἡγησάμην, ἥγημαι
- παθ. αόρ. ἡγήθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: διήγησις, ἐπιδιήγησις, ὑφήγησις, ἐσήγησις, ἐσηγητής, ἡγεμών, ἡγεμονία, τά ἡγεμόσυνα 'θυσία', ἡγητής, εἰσηγητής, ἐξήγησις, ἐξηγητής, ἁγησίλαος 'αρχηγός λαού', ἡγήτωρ, ἡγητήρ (θηλ. ἡγήτειρα), ἡγησίστρατος, ἡγησίπολις, ἡγήσιππος, διεξήγημα, εἰσήγημα
- ρήματα: διηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαι, ἐσηγοῦμαι, κατηγοῦμαι, ναυπηγοῦμαι, ὑφηγοῦμαι, ἐπιχορηγῶ
- επίθετα: διηγηματικός, ἡγεμονικός, ἀδιήγητος, ἀπηγήσιος, ἐσηγητέος, ἡγητικός, ἀχορήγητος, διηγητέος, διηγητικός, ἀπεριήγητος, εὐάγητος
- επιρρήματα: ἀδιηγήτως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- δωρ. ἀρχαγέτας, δωρ. λαγέτας, δωρ. ἁγήτωρ, ιων. κυνηγέτης, κυνηγετέω
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἥγησις, ἀφήγησις, εἰσήγησις, ἐξήγησις, περιήγησις, ἀντιδιήγησις, ἥγημα, ἀφήγημα, διηγημάτιον, καθηγεμών, ἡγεμονίς, ἡγεμόνη, ἡγεμονεύς, ἡγεμόνευμα, ἀφηγητής, περιηγητής, προηγητής, διηγητής, εἰσηγητής, ἀστρατηγησία, ἐπεξήγησις, ἐπιχορήγημα, ἐπιχορήγησις, ἐφήγησις, ἡγητηρία, ἐξήγημα, ἐπεκδιήγησις
- ρήματα: ἀφηγοῦμαι, εἰσηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαι, καθηγοῦμαι, περιηγοῦμαι, προηγοῦμαι, ὑφηγοῦμαι, ἀντιχορηγῶ, ἀντιστρατηγῶ, ἐπεκδιηγοῦμαι, ἐπεξηγοῦμαι, στρατηγοῦμαι
- επίθετα: ἡγεμόνιος, ἀδιήγητος, ἀξιαφήγητος, περιήγητος, ἀδιεξήγητος, ἀνεκδίηγητος, ἀνεξήγητος, ἀνεπεξήγητος, ἀξιαφήγητος, ἀξιοδιήγητος, ἀξιοστρατήγητος, ἀπεριήγητος, ἡγήσιμος, αὐτοδιήγητος, ἀστρατήγητος, ἐπεξηγητέος, ἐπεξηγητικός, δυσεξήγητος, δυσχορήγητος, ἐπιχορηγητέος, εὐαφήγητος, εὐδιήγητος, δυσδιήγητος, ἡγητέος, αὐτοχορήγητος, ἀφηγηματικός, ἀφηγητέος, διηγηματικός, εἰσηγητέος, εἰσηγητικός, εἰσηγητήριος, ἐξηγηματικός, ἐξηγητέος, ἐξηγητικός
- επιρρήματα: ἀπροδιηγήτως, ἀστρατηγήτως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ηγεμονία 'το αξίωμα', ηγεμονεία 'ο τόπος', ηγεμονείον 'οίκος ηγεμόνος', ηγεμονίδης, ηγεμονικότης, ηγεμονίσκος, ηγεμονομάχος, ηγεμονομήτωρ, ηγεμονόπαις, ηγεμονοπρέπεια, ηγεμονοπρεπής, ηγετίδια 'μικροί πολιτικοί ηγέτες', ηγετική, ηγετολόγια
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πελοπ. ηγεμονία 'διάθεση', Κύθν. Σύρ. ᾽γεμόνας, Χίος ᾽γεμονιάς, ᾽γουμενιάς, Ικαρ. ᾽γέονας 'βασίλισσα των μελισσών', Κάρπαθ. ᾽γέτης 'παπαγαλόψαρο', Νάξ. ηγούμαι 'πιστεύω'
- Η λέξη ἁγήτωρ είναι επίθετο του Δία στη Σπάρτη. Η λέξη ἡγητηρία είναι το όνομα γλυκού, αποξηραμένων σύκων που προσφερόταν στη γιορτή των Πλυντηρίων.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ