Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἔσχατος
- επίθετο
- -η, -ον και -ος, -ον
- ἐσχάτως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση, ο πιο απομακρυσμένος, ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης |για χώρο |ως ουσ. τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο, το ακρότατο όριο |ως ουσ. τὰ ἔσχατα=τα άκρα, τα όρια, τα πέρατα 2. ο τελευταίος, ο ύστατος, αυτός που μένει μέχρι τέλος |για χρόνο 3. ο ανώτατος, ο ύψιστος, ο μεγαλύτερος, ο χειρότερος, ο πιο δυσάρεστος, ο πιο δύσκολος |για βαθμό |ο κατώτερος, ο πιο τιποτένιος |για άνθρωπο |φρ. ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος |λογική |ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος, στο μέγιστο βαθμό, υπερβολικά, πάρα πολύ |φρ. τὸ ἔσχατον=στο τέλος / το χειρότερο απ' όλα |φρ. ἐπὶ (τὸ)ἔσχατον με γεν.=ως το τέλος |φρ. ἐπ' ἐσχάτῳ = στο τέλος |φρ. εἰς τὸ ἔσχατον, εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση, ο πιο απομακρυσμένος, ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης
- για χώρο
- ΟΜ Οδ 1.23 Αἰθίοπας͵ τοὶ διχθὰ δεδαίαται͵ ἔσχατοι ἀνδρῶν { στους Αιθίοπες που κατοικούν χωρισμένοι, μακριά απ΄ όλους τους ανθρώπους }
- ΑΙΣΧ Πρ 846 ἔστιν πόλις Κάνωβος ἐσχάτη χθονός { είναι μια πόλη Κάνωβος στα πέρατα της γης }
- ΑΡΙΣΤ Ουρ 278b εἰ γὰρ ἔστιν ἔξω τῆς ἐσχάτης περιφορᾶς σῶμα φυσικόν
- ΣΟΦ Τραχ 1100 φύλακ΄ ἐπ΄ ἐσχάτοις τόποις
- ως ουσ. τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο, το ακρότατο όριο
- ΞΕΝ Ελλ 3.3.5 ὅτι ὁ Κινάδων ἀγαγὼν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾶς
- ως ουσ. τὰ ἔσχατα=τα άκρα, τα όρια, τα πέρατα
- ΘΟΥΚ 8.95.4 ἀλλ΄ ἐκ τῶν ἐπ΄ ἔσχατα τοῦ ἄστεως οἰκιῶν
- ΘΟΥΚ 3.115.1 ἐσβεβληκότων ἐς τὰ ἔσχατα τῆς Ἱμεραίας
- 2. ο τελευταίος, ο ύστατος, αυτός που μένει μέχρι τέλος
- για χρόνο
- ΣΟΦ Αντ 599 νῦν γὰρ ἐσχάτας ὅπερ ῥίζας ἐτέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόμοις { τώρα ελπίδα χαράς απλώθηκε στον οίκο του Οιδίποδα στην πιο έσχατη ρίζα επάνω }
- ΑΝΤΙΦ 5.40 ὁ ἀνὴρ μέχρι τῆς ἐσχάτης ἀνάγκης τῇ ἀληθείᾳ ἐχρῆτο
- ΠΛ Πολ 544c τέταρτόν τε καὶ ἔσχατον πόλεως νόσημα
- 3. ο ανώτατος, ο ύψιστος, ο μεγαλύτερος, ο χειρότερος, ο πιο δυσάρεστος, ο πιο δύσκολος
- για βαθμό
- ΙΣΟΚΡ 6.55 τὰς ἐσχάτας ὑπομεῖναι πολιορκίας
- ΞΕΝ Ελλ 7.3.6 εἰ οὖν οὗτοι μὴ δώσουσι τὴν ἐσχάτην δίκην
- ΛΥΣ 12.36 καὶ τοὺς παῖδας ὑφ΄ ὑμῶν ταῖς ἐσχάταις ζημίαις κολάζεσθαι;
- ΠΛ Απολ 34c καὶ ταῦτα κινδυνεύων͵ ὡς ἂν δόξαιμι͵ τὸν ἔσχατον κίνδυνον
- ο κατώτερος, ο πιο τιποτένιος
- για άνθρωπο
- ΠΛ Θεαιτ 209b ἢ τῶν λεγομένων Μυσῶν τὸν ἔσχατον;
- φρ. ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος
- λογική
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1147b καὶ διὰ τὸ μὴ καθόλου μηδ΄ ἐπιστημονικὸν ὁμοίως εἶναι δοκεῖν τῷ καθόλου τὸν ἔσχατον ὅρον
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος, στο μέγιστο βαθμό, υπερβολικά, πάρα πολύ
- ΑΡΙΣΤ Προτρ 72 πάντες τὸ φρονεῖν καὶ τὸ γιγνώσκειν ἐσχάτως ἀγαπῶσιν
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.1 γενέσθαι ἀνὴρ καὶ πολεμικὸς καὶ φιλοπόλεμος ἐσχάτως
- φρ. τὸ ἔσχατον=στο τέλος / το χειρότερο απ' όλα
- ΠΛ Γοργ 508d ἐάντε ἐκβάλλειν ἐκ τῆς πόλεως͵ ἐάντε͵ τὸ ἔσχατον͵ ἀποκτεῖναι
- φρ. ἐπὶ (τὸ)ἔσχατον με γεν.=ως το τέλος
- ΘΟΥΚ 4.92.4 πῶς οὐ χρὴ καὶ ἐπὶ τὸ ἔσχατον ἀγῶνος ἐλθεῖν
- φρ. ἐπ' ἐσχάτῳ = στο τέλος
- ΑΡΙΣΤ Τοπ 156b καὶ τὸ ἐπ΄ ἐσχάτῳ ἐρωτᾶν ὃ μάλιστα βούλεται λαβεῖν
- φρ. εἰς τὸ ἔσχατον, εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ
- ΘΟΥΚ 3.46.2 πολιορκίᾳ δὲ παρατενεῖσθαι ἐς τοὔσχατον
- ΗΡ 8.52 καίπερ ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀπιγμένοι
- ΞΕΝ Ελλ 5.4.33 καὶ ἠνίασε μὲν εἰς τὰ ἔσχατα τὸν Ἀρχίδαμον
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: ἐξ (ἐχσ- > ἐσχ-) + -ατος
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2β
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἐσχατιά 'το έσχατο μέρος, τα άκρα, το όριο'
- ρήματα: ἐσχατεύω 'βρίσκομαι στο έσχατο μέρος κάποιου τόπου', ἐσχατάω 'μένω τελευταίος'
- επιρρήματα: ἐσχάτως
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἐσχατοκόλλιον 'το τελευταίο φύλλο παπύρου των κυλίνδρων'
- ρήματα: ἐσχατίζω 'είμαι τελευταίος, φθάνω πολύ αργά'
- επίθετα: ἐσχάτιος, ἐσχατόγηρως 'υπέργηρος', ἐσχατογέρων, ἐσχατογενής, ἐσχατόμοιρος, παρέσχατος 'προτελευταίος', κακέσχατος 'υπερβολικά κακός', πανέσχατος 'ο τελευταίος όλων'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %εσχατ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- εσχατολογέω, εσχατόδικος 'τελική δικαστική απόφαση', εσχατοθρύλλητος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %εσχατ%
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ