Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἐπιτιμάω
    • ρήμα
    • ἐπιτιμῶ
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω, κατηγορώ, ψέγω |με δοτ. προσ. ή πράγμ. |με αιτ. πράγμ. |απόλ. |επιβάλλω ποινή, τιμωρώ Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. ακριβαίνω, υπερτιμώμαι, αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2. επιπλήττομαι, κατακρίνομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω, κατηγορώ, ψέγω
    • με δοτ. προσ. ή πράγμ.
    • ΙΣΟΚΡ 13.9 οὐ μόνον δὲ τούτοις ἀλλὰ καὶ τοῖς τοὺς πολιτικοὺς λόγους ὑπισχνουμένοις ἄξιον ἐπιτιμῆσαι
    • με αιτ. πράγμ.
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 11.1 προσιόντες αὐτῷ περὶ τῶν νόμων ἠνώχλουν͵ τὰ μὲν ἐπιτιμῶντες τὰ δὲ ἀνακρίνοντες
    • απόλ.
    • ΘΟΥΚ 3.38.5 ἀπό τῶν λόγῳ καλῶς ἐπιτιμησάντων
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1292a εὐλόγως δὲ ἂν δόξειεν ἐπιτιμᾶν ὁ φάσκων τὴν τοιαύτην εἶναι δημοκρατίαν οὐ πολιτείαν
    • επιβάλλω ποινή, τιμωρώ
    • ΗΡ 4.43 τὴν ἀρχαίην δίκην ἐπιτιμέων
    • ΔΗΜ 18.74 ἐπισκεψάμενοι Ἀθηναῖοι ἐπιτιμήσουσι κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀξίαν
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. ακριβαίνω, υπερτιμώμαι, αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος)
    • ΔΗΜ 50.6 ὁρῶντες ἐν τῷ Πειραιεῖ τὸν σῖτον ἐπιτιμώμενον καὶ οὐκ ὄντα ἄφθονον ὠνεῖσθαι
    • 2. επιπλήττομαι, κατακρίνομαι
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.31 τὸ κοινῇ τοῖς φιλοσόφοις ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐπιτιμώμενον
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΠΙΤΙΜΟΣ >
    • Από: ἐπιτιμ- + -άω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ2
    • ἐπιτιμῶ, ἐπετίμων, ἐπιτημήσω, ἐπετίμησα, ἐπιτετίμηκα, ἐπετετιμήκειν
    • ἐπιτιμῶμαι, ἐπετιμώμην, -, -, ἐπιτετίμημαι, ἐπετετιμήμην
    • παθ. μέλλ. ἐπιτιμηθήσομαι, παθ. αορ. ἐπετιμήθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: τιμοκρατία, τιμοῦχος 'αυτός που κατέχει αξίωμα', ἀτιμία, ἀτιμαστήρ, ἀτίμωσις, τιμιότης, τίμημα, τίμησις, τιμητής, ἐπιτίμησις, τῖμος 'τιμή, πληρωμή', τιμωρία 'βοήθεια, εκδίκηση, τιμωρία', τιμώρησις, τιμωρητής, πρόστιμον
      • ρήματα: ἀτιμάω-ῶ, ἀτιμάζω, ἀτιμόω-ῶ, τιμάω-ῶ, ἐπιτιμάω-ῶ, προτιμάω-ῶ, ὑποτιμάω-ῶ 'κάνω μια εκτίμηση', τιμητεύω 'είμαι τιμητής', τιμωρέω-ῶ
      • επίθετα: τίμιος 'αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές', τιμαλφής, ἀξιότιμος, ἐρίτιμος, ὁμότιμος, φιλότιμος, ἄτιμος, τιμητός, ἀτίμητος, τιμωρός, τιμητικός, τιμωρητέος, τιμωρητικός
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. τιμά, αρκαδ. τιμασία
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: τιμητεία, τιμητήρ, τιμώρημα, τιμιουλκός
      • ρήματα: τιμιουλκέω-ῶ 'ανεβάζω την τιμή ενός πράγματος'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %τιμ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • τιμαλφήματα, τιμαλφόλιθος, τιμοκατάλογος, τιμολόγιον, τιμολογέω-ώ, τιμηματικός, τιμόγυνος 'ο ευγενικός με τις γυναίκες', αξιοτιμώρητος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %τιμ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %τιμ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Χίος τίμηση 'το μισό του εισοδήματος', τιμησιά 'συμβόλαιο σύμφωνα με τους όρους του οποίου ο ενοικιαστής ενός αγρού δίνει στον ιδιοκτήτη τη μισή σοδειά', Πόντ. τιμητäκός 'τιμητικός, τιμώμενος'
      • Η λέξη τιμάριον και όλες οι παραγόμενες από αυτήν, όπως για παράδειγμα οι τιμαριούχος, τιμαριωτικός κ.ά., δεν πρέπει να συσχετίζονται με την οικογένεια λέξεων του τιμῶ, γιατί η λέξη τιμάριον έχει περσική προέλευση.