Η μεταρρύθμιση του 1964 (επιμέλεια Ν. Βαρμάζης - Τ. Γιάννου)


«Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου το 1963, και ιδίως μετά τις εκλογές του 1964, με πρωθυπουργό και υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου, υφυπουργό τον Λουκή Ακρίτα και Γενικό Γραμματέα τον Ε.Π. Παπανούτσο, προχώρησε στην υλοποίηση των προεκλογικών της εξαγγελιών για τα εκπαιδευτικά, εξασφαλίζοντας την ψήφιση του νομοσχεδίου, που πήρε τον αριθμό 4379 και έμεινε στην ιστορία ως "νόμος της Μεταρρύθμισης Παπανδρέου-Παπανούτσου". Πρώτη φορά μετά τη "Μεταρρύθμιση του 1929" το ελληνικό Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα μείζον και ολοκληρωμένο σχέδιο συντονισμένων (ως προς τη σχέση στόχων και μέτρων) αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα.
 
Το φάσμα των παρεμβάσεων ήταν ευρύτατο: Κατάργηση οποιωνδήποτε οικονομικών επιβαρύνσεων για σπουδές και στις τρεις βαθμίδες ("δωρεάν παιδεία"), επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από έξι σε εννέα χρόνια, διαίρεση της μέσης εκπαίδευσης σε δύο ανεξάρτητους κύκλους, καθιέρωση (παρά τη συνταγματική δέσμευση) της δημοτικής ως αποκλειστικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο και ως ισότιμης προς την καθαρεύουσα στις άλλες βαθμίδες, και ριζική αναμόρφωση του τρόπου επιλογής των υποψηφίων για τα πανεπιστήμια (καθιέρωση του "ακαδημαϊκού απολυτηρίου"). Στα επιμέρους ανήκουν αλλαγές στα προγράμματα (προσθήκη νεωτερικών μαθημάτων, όπως η Κοινωνιολογία και τα Στοιχεία της Οικονομικής Επιστήμης, ενίσχυση των φυσικών και μαθηματικών, διδασκαλία των αρχαίων κειμένων αποκλειστικά από μετάφραση στις τρεις τάξεις του γυμνασίου) και στα σχολικά βιβλία και η μέριμνα για τη σίτιση και τη μεταφορά των μαθητών. Η μεταβολή χαρακτηρίζεται επίσης από την επέκταση, σε τρία χρόνια της εκπαίδευσης των δασκάλων στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες και από τη ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ως οργάνου για την υλοποίηση της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Τη δημιουργία της εντύπωσης ότι οι προθέσεις της κυβέρνησης για αναβάθμιση του συστήματος ήταν ειλικρινείς ενίσχυσαν τόσο η ιδιαίτερα σημαντική αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση στον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και η βελτίωση της οικονομικής θέσης των εκπαιδευτικών.
 
Με το νομοθετικό αυτό πλαίσιο, είκοσι χρόνια μετά τις ανάλογες ρυθμίσεις στα άλλα κράτη του λεγόμενου δυτικού κόσμου, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα προσαρμοζόταν στις παγκόσμιες μεταπολεμικές τάσεις. Πάντως μερικά από τα πιο καίρια χαρακτηριστικά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος (όπως λ.χ. ο συγκεντρωτισμός και η ανισότητα στην προσφορά εκπαίδευσης σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες) διατηρήθηκαν αμετάβλητα ―ή και ενισχύθηκαν― στο νέο σχήμα.
 
Στην Ελλάδα, μάλιστα, καλλιεργήθηκε επίμονα η αντίληψη ότι τότε υλοποιήθηκε ―επιτέλους― η "αστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση", που είχε περιγραφεί για πρώτη φορά στα σχέδια της κυβέρνησης Τρικούπη το 1889. Δημιουργήθηκε έτσι η πίστη ότι στα εκπαιδευτικά υπάρχουν διαχρονικές "προοδευτικές" λύσεις, ανεξάρτητες από το κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιβάλλονται. Η πίστη αυτή σημάδεψε έντονα τις σχετικές συζητήσεις και ενέργειες ώς το τέλος του αιώνα.
 
Πάντως και το 1964 η πορεία δεν ήταν απρόσκοπτη: από την πρώτη στιγμή η αντίδραση υπήρξε ιδιαίτερα έντονη, καθώς εντάχθηκε στην προσπάθεια φθοράς της Ένωσης Κέντρου, σε τέτοια έκταση ώστε δεν μπόρεσε να εξασφαλισθεί ούτε η συναίνεση βασικών στελεχών της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος) με σαφές φιλελεύθερο παρελθόν και "προοδευτική" πνευματική παρουσία: πέρα από τις ―πολύ λίγες― αντιρρήσεις σε θέματα ουσίας, η πολεμική εκπορεύτηκε από τους παραδοσιακά συντηρητικούς χώρους (με προεξάρχουσα τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών) και χρησιμοποίησε επιχειρήματα και τακτικές που είχαν δοκιμαστεί άλλοτε με επιτυχία.
 
Αιχμή της πολεμικής αποτέλεσε πάλι η δημοτική με τα παρεπόμενά της: την αθεΐα, τον αριστερισμό και την αντεθνικότητα. Ακόμη και η εξαγγελία "δωρεάν παιδείας" επικρίθηκε ως παραπλανητική, αφού δεν κάλυπτε όλες τις σχετικές δαπάνες (γραφική ύλη των μαθητών, έξοδα διαμονής των φοιτητών κ.ά.ό.). Οι κατήγοροι εξάλλου αναγνώρισαν το πρότυπου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στην Ανατολική Γερμανία, και θεώρησαν ότι στελεχώθηκε αποκλειστικά με αριστερούς ή αριστερίζοντες, ενώ ένα νέο σχολικό βιβλίο (το Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική του Κ. Καλοκαιρινού) χαρακτηρίστηκε "προπαγανδιστικό φυλλάδιο" και επικρίθηκε εντονότατα ως αντίθετο προς τις θέσεις της επίσημης εθνικής ιστορίας. Τέτοια ήταν η ένταση και η έκταση των αντιδράσεων (αλλά και η ταύτιση της Μεταρρύθμισης με τον Γεώργιο Παπανδρέου) ώστε, παρά την κεντρώα προέλευσή τους, οι διαδοχικές κυβερνήσεις από τον Ιούλιο του 1965 και ύστερα όχι μόνο δεν συνέχισαν τις διαδικασίας (εκκρεμούσε η ψήφιση δύο νομοσχεδίων ―ενός για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και ενός για την τεχνικο-επαγγελματική― που θα ολοκλήρωναν τη μεταρρύθμιση) αλλά και ανέστειλαν ορισμένα μέτρα (στις 9 Σεπτεμβρίου 1965 ανακοινώθηκε λ.χ. η αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων του 1964 και η "πολτοποίησις" όσων κριθούν ακατάλληλα).
 
Η οριστική ακύρωση της Μεταρρύθμισης πραγματοποιήθηκε το 1967, αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, με την αποσπασματική κατάργηση όλων των μέτρων της, εκτός από τη "δωρεάν παιδεία": οι σπουδές στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες λ.χ. ορίστηκαν πάλι διετείς και οι σπουδαστές του τρίτου έτους του 1966-67 έδωσαν πτυχιακές εξετάσεις στα τέλη Απριλίου, ενώ το μάθημα της Αγωγής του Πολίτη καταργήθηκε με τηλεγραφική προς τα σχολεία διαταγή στις 5 Μαΐου και, την ίδια μέρα, με τηλεφωνική διαταγή, ανέστειλε τις εργασίες του το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
 
Έτσι και αυτή η Μεταρρύθμιση δεν μπορεί να κριθεί από τα αποτελέσματά της. Ελέγχεται μόνο ως πρόθεση, ως διακήρυξη στόχων. Από την άποψη αυτή, της αναγνωρίζονται ουσιαστικές διαφορές από τα παρελθόντα και πολλά και σαφή στοιχεία εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού.
 
Άλλωστε η μεταδικτατορική υιοθέτηση των κύριων χαρακτηριστικών της ―και μάλιστα από κυβέρνηση της αντίπαλης παράταξης― αποτελεί σημαντική ένδειξη της εγκυρότητας των επιλογών στις οποίες στηριζόταν».

[Αλέξης Δημαράς, «Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», εφ. Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 5-12-99, σ.23]

Απόσπασμα από το Νομοθετικόν Διάταγμα 4379/1964 «Περί Οργανώσεως και Διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως (Στοιχειώδους και Μέσης)»:


«Άρθρον 5.1. Η συντεταγμένη και άνευ ιδιωματισμών Δημοτική, ως έχει διαμορφωθή εις πανελλήνιον εκφραστικόν όργανον υπό του ελληνικού λαού και των δοκίμων συγγραφέων του έθνους, χρησιμοποιείται ελευθέρως εις τον γραπτόν και τον προφορικόν λόγον από τους διδάσκοντας και διδασκομένους εις όλας τας βαθμίδας της Εκπαιδεύσεως, από της κατωτάτης μέχρι και της ανωτάτης.
 
2. Η Δημοτική είναι η γλώσσα του Δημοτικού Σχολείου, της διδασκαλίας και των βιβλίων του. Οι μαθηταί των δύο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου αναγινώσκουν περικοπάς εκ των Ευαγγελίων και κείμενα της Καθαρευούσης απλώς διά να εξοικειώνωνται προς αυτά.
 
3. Γραμματική και Σύνταξις της Καθαρευούσης διδάσκονται εις το Γυμνάσιον και το Λύκειον, εν συναρτήσει προς την διδασκαλίαν της Δημοτικής και της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης εις όσας τάξεις η Αρχαία γλώσσα διδάσκεται. Εκ παραλλήλου οι μαθηταί των σχολείων της Δευτεροβαθμίου Εκπαιδεύσεως συμπληρώνουν και συστηματοποιούν τας γραμματικάς και συντακτικάς γνώσεις των εις την περιοχήν της Δημοτικής, έχοντες ως πρότυπα κείμενα Νεοελλήνων συγγραφέων διακρινόμενα διά την λογοτεχνικήν αξίαν και την πειθαρχίαν της γλώσσης των.
 
Άρθρον 8.2. Διδασκόμενα εις το Γυμνάσιον μαθήματα είναι: Θρησκευτικά, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Νέα Ελληνικά (Νέα Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία), Ξένη Γλώσσα (Αγγλικά ή Γαλλικά), Ιστορία, Μαθηματικά, Φυσικαί Επιστήμαι, Γεωγραφία, Υγιεινή, Στοιχεία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, Καλλιτεχνικόν Σχέδιον, Μουσική (μετά ακροάσεως αξιολόγων μουσικών έργων), Γυμναστική και εθνικοί χοροί, Πρακτικαί Γνώσεις περί τα κύρια επαγγέλματα, Στοιχεία Οικιακής Οικονομίας, νοσηλευτικής και παιδοκομίας διά τας μαθητρίας. Βασικά μαθήματα θεωρούνται τα Αρχαία Ελληνικά, τα Νέα Ελληνικά, τα Μαθηματικά, τα Φυσικά, η Ιστορία και η Ξένη Γλώσσα.
 
3. Εις το Γυμνάσιον η διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας γίνεται εκ δοκίμων μεταφράσεων κλασσικών έργων εις την Νεοελληνικήν. Εις τας ειδικάς διά σχολικήν χρήσιν εκδόσεις των έργων τούτων όταν είναι πεζά, πρέπει να υπάρχη τυπωμένον το αρχαίον κείμενον απέναντι της μεταφράσεως, ώστε να δύναται ο μαθητής να λάβη στοιχειώδη γνώσιν του Αττικού Λόγου.
 
4. Η πρώτη προσπέλασις των μαθητών εις την Αρχαίαν Ελληνικήν γλώσσαν γίνεται εις την τρίτην του Γυμνασίου διά τριώρου καθ' εβδομάδα διδασκαλίας της γραμματικής του Αττικού Λόγου μετά φραστικών ασκήσεων εκ περικοπών αρχαίων κειμένων. […]
 
Άρθρον 10.2. Τα διδασκόμενα εις το Λύκειον μαθήματα είναι: Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, Νέα Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, Ξένη Γλώσσα (Αγγλικά ή Γαλλικά), Γενική Ιστορία και Ιστορία του Πολιτισμού, Μαθηματικά και Κοσμογραφία, Φυσικαί Επιστήμαι, Στοιχεία Φιλοσοφίας (εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν, λογική και μεθοδολογία των επιστημών) και Ψυχολογίας, Εισαγωγή εις την Κοινωνιολογίαν, Στοιχεία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος και του Δικαίου, Στοιχεία Οικονομικής Επιστήμης, Υγιεινή και Γυμναστική. Ωσαύτως Νοσηλευτική, Παιδοκομία και Οικιακή Οικονομία διά τας μαθητρίας. Βασικά μαθήματα θεωρούνται τα Αρχαία Ελληνικά, τα Νέα Ελληνικά, τα Μαθηματικά, τα Φυσικά, η Ιστορία και η Ξένη Γλώσσα. […]
 
5. Εις τα κατ' επιλογήν μαθήματα ανήκουν […] τα Λατινικά, το Γραμμικόν Σχέδιον και το Ελεύθερον Σχέδιον. Τα μαθήματα ταύτα είναι προαιρετικά».

[Πηγή: Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Ερμής: Αθήνα 1984, τ.Β΄, σ.270-272]

Απόσπασμα από το «Υπόμνημα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών επί των κυβερνητικών μέτρων περί της παιδείας»:


«[…] Ό,τι χαρακτηρίζει τον βαθμόν της πνευματικής αναπτύξεως του έθνους, τούτο είναι το Γυμνάσιον.
 
Η αντίθεσις της Φιλοσοφικής Σχολής προς την εις δύο τριετείς κύκλους διαίρεσιν του σημερινού εξαταξίου Γυμνασίου είναι απόλυτος, διότι ο δεύτερος, ανώτερος κύκλος με τας τρεις μόνον τάξεις αυτού, εις τους οποίους ουσιαστικώς περιορίζεται το Γυμνάσιον, είναι απολύτως ανεπαρκής δια να εκτελέση τον προορισμόν του. […]
 
Ο κατώτερος ―τριετής επίσης― γυμνασιακός κύκλος δεν αποτελεί γυμνασιακήν προβαθμίδα, αλλά ανώτερον Δημοτικόν Σχολείον ήτοι σχολείον της καθημερινής ζωής, όπως έχει ήδη χαρακτηρισθή, σχολείον εις το οποίον θα λείπη ο χαρακτήρ της κλασσικής παιδείας, ήτοι ο ανθρωπιστικός σκοπός. Τούτο είναι προφανές, αφού τα μεν αρχαία ελληνικά κείμενα θα διδάσκονται μόνον εκ μεταφράσεων, θα λείπουν δε τα Λατινικά. Ούτω δεν θα είναι εν ουδεμιά περιπτώσει σχολείον μέσης εκπαιδεύσεως ήτοι εγκυκλίου παιδείας. Ο σκοπός του θα είναι διάφορος του σκοπού του Γυμνασίου. Θα είναι κυρίως προέκτασις της στοιχειώδους παιδείας και όχι σχολείον μέσης εκπαιδέυσεως. […]
 
Το ελληνικόν έθνος πάντοτε και το νεώτερον Ελληνικόν Κράτος από της συστάσεώς του ησθάνθη την από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον ενότητα αυτού ως αυταπόδεικτον πραγματικότητα, επί ταύτης δε εθεμελίωσε την ύπαρξίν του.
 
Ο σημερινός πολιτισμός ημών, βάσις του οποίου είναι η εθνική ελληνική συνείδησις, αντιλαμβάνεται ολόκληρον την "Ιστορίαν" του ελληνισμού ως το αδιάσπαστον "βάθος" όπερ στηρίζει την σημερινήν Ελλάδα ως εκδήλωσιν πολιτισμού και ζωής.
 
Την ενότητα ταύτην διακόπτει το νέον σύστημα διά της θεμελιώσεως ολοκλήρου εννεαετούς κύκλου εκπαιδεύσεως επί των λαϊκών μόνον ριζών του νεοελληνικού πολιτισμού και επί της πνευματικής παραγωγής των τελευταίων μόνον αιώνων.
 
Την υψηλήν περιωπήν, εις την οποίαν ήγαγε τας Νεοελληνικάς Σπουδάς η Φιλοσοφική Σχολή και την οποίαν πάντοτε διατηρεί, ουδείς δικαιούται ν' αρνηθή. Αλλ' ο ελληνικός πολιτισμός εν τω συνόλω του έχει το μέγα και μοναδικόν πλεονέκτημα να είναι πλούσιος και να καλύπτη εν τη ολότητί του ως αφετηρία και τέλος τα ιδεώδη του σημερινού ελεύθερου ανθρώπου.
 
Εάν η εκπαίδευσις των Ελλήνων έχη ως ιδανικά αυτής τα ιδανικά του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού είναι αδύνατον να υπάρξη εγκύκλιος παιδεία άνευ των αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών, εις βάρος των οποίων γίνεται η σημερινή μεταρρύθμισις.
 
Δεν δύναται να αγνοηθή ότι η μέση παιδεία, η οποία διδάσκει τα Ιδανικά και τας Αξίας εις τον άνθρωπον στηρίζεται κυρίως εις την κλασσικήν παιδείαν. Είναι ανακριβές ότι τούτο σημαίνει στροφήν προς τα οπίσω. Διότι η σπουδή της αρχαιότητος είναι εν αγαθόν, εν συστατικόν στοιχείον του σημερινού πολιτισμού εν τω συνόλω αυτού και ακριβώς της συνολικότητος ταύτης εικόνα ολονέν ευρυνομένην παρέχει η εγκύκλιος, η μέση παιδεία εις τον τρόφιμον αυτής. […]»

[Πηγή: Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Ερμής: Αθήνα 1984, τ.Β΄, σ.276-278]


«Είναι καιρός να απαλλαγώμεν από την προκατάληψιν ότι μόνον εκ του πρωτοτύπου μελετάται το κλασικόν κείμενον. Ανέκαθεν πολύ ολίγοι υπήρξαν όσοι διαθέτουν αυτήν την ικανότητα, όλοι όμως έχομεν ανάγκην να φωτίσομεν το πνεύμα μας με το φως της αρχαίας γραμματείας. Άλλος λοιπόν τρόπος να την προσπελάσομεν δεν υπάρχει από την μετάφρασιν, ιδία εις την ηλικίαν των 13-15 ετών, όπου ευρίσκονται οι μαθηταί του πρώτου κύκλου της Δευτεροβαθμίου (Μέσης) Εκπαιδεύσεως. Λέγοντες όμως μεταφράσεις δεν εννοούμεν τα κακόζηλα κατασκευάσματα, τα οποία προσπαθούν να ερμηνεύσουν δήθεν κατά λέξιν το πρωτότυπον, ενώ το προδίδουν και το ασχημίζουν, αλλά τα μεταφραστικά έργα των δοκίμων λογοτεχνών μας, οι οποίοι έχουν με αριστοτεχνικόν τρόπον αποδώσει εις την ζωντανήν γλώσσαν μας τα αρχαία κείμενα. Και από τοιαύτα έργα δεν είμεθα δεν είμεθα ευτυχώς πτωχοί, θα γίνομεν δε πλουσιώτεροι εις το μέλλον, όταν καθιερωθούν αι λογοτεχνικαί μεταφράσεις εις τα σχολεία μας. Η εκμάθησις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης γραμματικώς και συντακτικώς θα αρχίσει από της πρώτης τάξεως του Λυκείου και, εφόσον θα έχει προηγηθεί η εργασία του Γυμνασίου εις τον τομέα της αρχαιογνωσίας καθ' ον τρόπον ελέχθη, ότι ταχέως οι μαθηταί του Λυκείου θα κατορθώσουν να μελετούν τα κλασικά κείμενα εκ του πρωτοτύπου, με περισσότερον θετικά αποτελέσματα εν συγκρίσει προς ό,τι επιτυγχάνεται σήμερον.»

[«Εισηγητική έκθεσις του Ν.Δ. 4379 του 1964». Βλ. Ε. Παπανούτσος, Αγώνες και αγωνία για την παιδεία, Αθήνα 1965, σ.337]