Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
Διδακτικό εγχειρίδιο: Σιμωνίδης
Λυρικός και ελεγειακός ποιητής
31. ὅτε λάρνακι (13D, 371P)
ὅτε λάρνακι
ἐν δαιδαλέαι
ἄνεμός τε
μην
πνέων
κινηθεῖσά τε λίμνα δείματι
5 ἔρειπεν͵ οὐκ ἀδιάντοισι παρειαῖς
ἀμφί τε Περσέι βάλλε φίλαν χέρα
εἶπέν τ΄· ὦ τέκος οἷον ἔχω πόνον·
σὺ δ΄ ἀωτεῖς͵ γαλαθηνῶι
δ΄ ἤθεϊ κνοώσσεις
10 ἐν ἀτερπέι δούρατι χαλκεογόμφωι
<τῶι>δε νυκτιλαμπεῖ͵
κυανέωι δνόφωι ταθείς·
ἄχναν δ΄ ὕπερθε τεᾶν κομᾶν
βαθεῖαν παριόντος
15 κύματος οὐκ ἀλέγεις͵ οὐδ΄ ἀνέμου
φθόγγον͵ πορφυρέαι
κείμενος ἐν χλανίδι͵ πρόσωπον καλόν.
εἰ δέ τοι δεινὸν τό γε δεινὸν ἦν͵
καί κεν ἐμῶν ῥημάτων
20 λεπτὸν ὑπεῖχες οὖας.
κέλομαι δ΄͵ εὗδε βρέφος͵
εὑδέτω δὲ πόντος͵ εὑδέτω δ΄ ἄμετρον κακόν·
μεταβουλία δέ τις φανείη͵
Ζεῦ πάτερ͵ ἐκ σέο·
25 ὅττι δὲ θαρσαλέον ἔπος εὔχομαι
ἢ νόσφι δίκας͵
σύγγνωθί μοι
Aυτή μέσα στην πλουμισμένη κασέλα, κι ο άνεμος έξω να
λυσσομανά, και η ταραγμένη θάλασσα και ο φόβος να τη
ρίχνουν κάτω· γέμισαν δάκρυα τα μάγουλα της Δανάης·
αγκάλιασε με το ένα χέρι τον Περσέα και του μίλησε: «γιε μου,
τι συμφορά με βρήκε· κι εσύ γλυκοκοιμάσαι· αθώα αναπνέεις
γερμένος πάνω στο πικρό αυτό ξύλο, το στεριωμένο με χαλκό
που λάμπει στη νύχτα, στο βαθυγάλαζο σκοτάδι. H βαθιά
αλισάχνη του κύματος που περνά πάνω από το μαλλάκι σου
δεν σ' ενοχλεί, ή του ανέμου το βογγητό, τυλιγμένος όπως
είσαι στον πορφυρό μανδύα σου, όμορφό μου πρόσωπο. Αν
μπορούσες να κάνεις δικό σου τον έξω τρόμο, θα 'στρεφες το
αυτάκι σου με προσοχή στα λόγια μου. Kοιμήσου, μωρό μου,
σε παρακαλώ, και μακάρι να κοιμηθεί και το πέλαγος, να
κοιμηθεί και το αμέτρητο κακό. Kι εσύ, Δία πατέρα, φανέρωσε
μιαν αλλαγή στη βούλησή σου. Kι ας μου συχωρεθεί,
αν είναι τολμηρή ή άδικη αυτή η προσευχή».
INK
Kι ως ο άνεμος δυνάμωνε κι η θάλασσα
φουρτούνιαζε, τα γόνατά της λύθηκαν
στο πλουμιστό σκαφίδι μέσα από το φόβο.
Mε υγρά απ' τα δάκρυα μάγουλα το χέρι της
έβαλε γύρω απ' τον Περσέα και του 'πε: Γιε μου,
βαρύ καημό που νιώθω! Όμως εσύ κοιμάσαι!
Πα στ' άχαρα σανίδια αυτά η μικρούλα σου
καρδιά γαλήνια υπνώνει. Ξαπλωμένο
μου λάμπεις στο βαθύ σκοτάδι μέσα
και στη νυχτιά τη χαλκοκαρφοπλούμιστη.
Περνά του ανέμου ο βόγγος κι η άρμη του κυμάτου
απ' τα μαλλιά σου απάνω, όμως εσύ, ως πλαγιάζει
σε πορφυρά στρωσίδια το γλυκό σου πρόσωπο,
έγνοια καμιά δεν έχεις! Αν φοβόσουν
τα φοβερά τρογύρα που μας ζώνουν,
και στα δικά μου λόγια θα 'στηνες αυτί.
Kοιμού, μωρό μου εσύ, μα ας κοιμηθεί κι η θάλασ-
σα, ας κοιμηθεί και το κακό το αβάσταγο,
και στο καλό ας το στρέψει η χάρη σου,
πατέρα Δία! Kι αν μου ξεφεύγει τώρα
ξέθαρρος λόγος κι άδικος, συμπάθα με!
I.Θ. Kακριδής
Στο σκαλιστό κιβούρι εντός, μες στην πνοή τ' ανέμου
και των κυμάτων μες στην άγρια ταραχή,
με μάγουλα η Δανάη υγρά και φόβο στην ψυχή
το βρέφος έσφιγγε και του 'πε: Γιε μου,
τι πόνον έχω! μόν' εσύ γλυκά γλυκά ανασαίνεις·
βυζασταρούδι πού 'σαι, μου 'κανες νανά
μες στ' άχαρο χρυσόκαρφο κιβούρι της καημένης,
στην άλαμπη την νύκτα, μες στα σκοτεινά.
Για των ανέμων την ριπήν εσένα δεν σε νοιάζει,
που απάνω απ' τα μαλλάκια σου όλο και σφυρά,
κι ουδέ το προσωπάκι σου η άλμη το πειράζει,
γλυκογερμένο σε στρωσίδια πορφυρά.
Aλήθεια, αν απ' την θύελλα, μικρό μου, είχες δειλιάσει,
και στα δικά μου λόγια θα 'βαζες αυτί.
Kοιμού λοιπόν, μωρό μου! μα … κ' η θάλασσ' ας υπνάσει
κ' η άμετρή μας συφορά ας αναπαυτεί.
Kάποια από σέναν αλλαγή, φως, Ύψιστε, ας προβάλει
παρηγοριά από σε, Kρονίδη μου, ας φανεί,
κι αν τύχει κ' είπα θαρρετό κανένα λόγο πάλι
ή κι άδικο, συχώρα με, την ορφανή!
Σ. Mενάρδος
Λεξιλόγιο
1./2. ὅτε: ο σύνδεσμος συνάπτεται στο εννοούμενο ρήμα.
1. λάρνακι: λάρναξ, -ακος, ἡ= ξύλινο κιβώτιο.
2. δαιδαλέᾳ: δαιδαλέος, -έα, -έον= καλοδουλεμένος, πεποικιλμένος.
4. λίμνα: λίμνη, ἡ= θάλασσα (εδώ).
4. δεῖμα, δείματος, τό= δέος= φόβος, τρόμος.
5. ἔρειπεν: ἐρείπω (ομηρικό)= α) καταρρίπτω, καταβάλλω· β) πέφτω.
5. ἀδιάντοισι: ἀδίαντος, -ον (διαίνω)= άνυγρος, αμούσκευτος.
5. οὐκ ἀδιάντοισι παρειαῖς: με μουσκεμένα από τα δάκρυα μάτια. Σχήμα λιτότητας.
6. βάλλε (αναύξητος τύπος)= ἔβαλλε.
6. φίλαν= φίλην· όχι απλώς αγαπητή, όπως συχνά στον Όμηρο, αλλά με κτητική σημασία.
6. χέρα= χεῖρα (ἡ χείρ, τῆς χειρός, τῇ χειρί, τὴν χεῖρα, ὦ χείρ
αἱ χεῖρες, τῶν χειρῶν, ταῖς χερσί, τὰς χεῖρας, ὦ χεῖρες).
8. ἀωτεῖς: ἀωτέω, -ῶ (επικός τύπος)= κοιμούμαι.
8. γαλαθηνῷ: γαλαθηνός, -ή, -όν (γάλα + θάω)= τρυφερός, μικρός. Tο επίθετο χαρακτηρίζει τα μικρά ζώα που θηλάζουν.
9. κνοώσσεις: κνώσσω= κοιμούμαι βαθιά.
10. ἀτερπέι: ἀτερπής, ές (τέρπω)= άχαρος· ἀτερπές δόρυ= άχαρο ξύλο.
10. δούρατι (επικό)= δόρατι. Tο ουσιαστικό "δόρυ" με τη σημασία ξύλο ήδη ομηρικό - από εδώ ξεκινά και η σημασία πλοίο. H λάρναξ ονομάζεται ἀτερπές δόρυ (άχαρο ξύλο)· σχήμα μετωνυμίας.
10. χαλκεογόμφῳ: χαλκεόγομφος= καρφωμένος με χάλκινους γόμφους (καρφιά), χαλκοκάρφωτος. Tο επίθετο πρέπει να συνδεθεί με το δούρατι… τῷδε.
11. νυκτιλαμπεῖ: νυκτιλαμπής, -ές= αυτός που λάμπει μέσα στη νύχτα (σπάνιο, διφορούμενο επίθετο).
12. δνόφῳ: δνόφος, ὁ= ζόφος, σκοτάδι.
12. ταθείς: μετοχή του παθητικού αορίστου ἐτάθην (τείνομαι, ἐτεινόμην, τενοῦμαι, ταθήσομαι, ἐτεινάμην, ἐτάθην, τέταμαι, ἐτετάμην).
13. ἄχναν: ἄχνα (δωρικός τύπος)= ἄχνη, ἡ= αφρός του κύματος, της θάλασσας. H αιτιατική ἄχναν αντικείμενο στο οὐκ ἀλέγεις.
13. τεᾶν (δωρικός τύπος): τεῶν= σῶν.
13. κομᾶν: κομᾶν (δωρικός τύπος)= κομῶν· κόμη, ἡ= η χαίτη.
15. ἀλέγεις: ἀλέγω= ενδιαφέρομαι.
14. παριόντος / κύματος: συνάπτεται στο ἄχναν.
15. ἀνέμου φθόγγον: συνάπτεται ως αντικείμενο στο ἀλέγεις.
16. πορφυρέᾳ= πορφυρέῃ· πορφύρεος, -έη, -εον= πορφυροῦς, -ᾶ, -οῦν.
17. χλανίς, -ίδος, ἡ= λεπτό ιμάτιο.
17. πρόσωπον καλόν: όμορφό μου πρόσωπο.
18. τοι (επικός τύπος)= σοι. Δηλαδή: «αν για σένα ήταν φοβερό αυτό που πράγματι ήταν φοβερό». H απόδοση: καί κεν …/… οὖας.
19. κεν: κε(ν) (επικός και ιωνικός τύπος)= ἄν.
20. ὑπεῖχες οὖας: ὑπέχω οὖας= προσέχω, ακούω.
20. οὖας: οὖς, ὠτός, τό= αυτί (τὸ οὖς, τοῦ ὠτός, τῷ ὠτί, τὸ οὖς, / τὰ ὦτα, τῶν ὤτων, τοῖς ὠσί, τὰ ὦτα, ὦ ὦτα).
20. λεπτόν: ο χαρακτηρισμός λεπτόν οὖας αναφέρεται στην προσοχή και στη διάθεση κάποιου να ακούσει.
21. κέλομαι (επικός τύπος)= κελεύω= παρακαλώ.
21. εὗδε: εὕδω= κοιμάμαι.
23. μεταβουλία, ἡ= μεταβολή, αλλαγή, μεταστροφή του πεπρωμένου.
24. σέο: ἐκ σέο (ομηρικός τύπος)= ἐκ σοῦ= από σένα.
25. ὅττι (επικός τύπος)= ὅτι.
25. θαρσαλέον: θαρσαλέος (επικός τύπος)= θαρραλέος, -α, -ον.
25. ἔπος, -εος, τό (ομηρικός τύπος),= λόγος, λέξη.
26. νόσφι: νόσφι(ν) + γενική (επικό)= χωρίς.
27. σύγγνωθί μοι: συγγιγνώσκω= συμφωνώ, καταλαβαίνω κάποιον, συμμερίζομαι κάποιον, του αναγνωρίζω δίκαιο.