Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
Διδακτικό εγχειρίδιο: Αρχίλοχος
Eλεγειακός ποιητής και ιαμβογράφος
8. οὔ μοι τὰ Γύγεω (D22, 19W)
οὔ μοι τὰ Γύγεω τοῦ πολυχρύσου μέλει,
οὐδ΄ εἷλέ πώ με ζῆλος͵ οὐδ΄ ἀγαίομαι
θεῶν ἔργα͵ μεγάλης δ΄ οὐκ ἐρέω τυραννίδος·
ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν.
Δε με ενδιαφέρει ο πλούτος του πάμπλουτου
Γύγη και δε ζηλεύω ούτε εποφθαλμιώ ό,τι
(του) έδωσαν οι θεοί, ούτε επιθυμώ τη μεγάλη
τυραννίδα, γιατί είναι μακριά από τις βλέψεις μου.
Δ. Iακώβ
Tου Γύγη του πολύχρυσου τα ελέη δε θέλω,
δεν έχω ζήλια ούτε φθονώ των θεών τα έργα,
την τυραννία δεν αγαπώ μεγάλη ας είναι·
μακριά, μακριά από τα δικά μου μάτια κείται.
Γ. Δάλλας
Λεξιλόγιο
1. Γύγης: βασιλιάς των Λυδών (685-652), φημισμένος για τα πλούτη του. H αναφορά του ονόματός του στο απόσπασμα αποτελεί βασικό στοιχείο για τη χρονολόγηση του ποιητή.
1. Γύγεω= Γύγαο= Γύγου.
2. εἷλε: αἱρέω, -ῶ= συλλαμβάνω, κυριεύω (αἱρῶ, ᾕρουν, αἱρήσω, εἷλον, ᾕρηκα, ᾑρήκειν).
2. πω: εγκλιτικό μόριο· ακολουθεί συνήθως έπειτα από άρνηση.
2. ζῆλος, -ου, ὁ (πβ. ζέω= βράζω)= αντιζηλία, φθόνος για κάτι (εδώ)· β) ευγενής άμιλλα.
2. ἀγαίομαι (επικός και ιωνικός τύπος)= ἄγαμαι= φθονώ, δυσανασχετώ.
3. ἐρέω (επικός και ιωνικός τύπος)= ἐράω, -ῶ= αγαπώ, επιθυμώ.
3. τυραννίς, -ίδος, ἡ=απόλυτη εξουσία, κυριαρχία. H αρχαιότερη μνεία της τυραννίδας. O όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά με αρνητικό περιεχόμενο για να δηλώσει μια μορφή μη κληρονομημένης μοναρχίας.