Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΛιμάνι - Παραλία Για ψάρεμα
Μικρές και μεγάλες βάρκες, πολύχρωμες, ξύλινες, πάνω στα νερά του Παγασητικού κόλπου. Επαγγελματίες ψαράδες που ζουν από την ψαριά της νύχτας και παιδιά που ανακατεύουν το ψάρεμα με τα άλλα παιχνίδια τους. Θρύλοι για τερατώδη θαλάσσια δέντρα και ο Νικόλαος Χριστόπουλος, ο ζωγράφος του ταρσανά, σχεδιάζει πλεούμενα που μαρτυρούν την ιστορία του Βόλου.
Το γιούσουρι...
Όταν το πρωτάκουσα, ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και σαν έφτασα εικοσάχρονο παλικάρι, έλεγαν ακόμη για κείνο, με τον ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη. Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι, που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι, που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας· ώρες χαμηλώνει και γίνεται κάστρο αγύριστο με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ’ αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο! Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι, πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο κι αθάνατο σαν στοιχειό.
Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβησαν από τη θύμηση των ανθρώπων τώρα. Εκείνοι που ονειρεύτηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη ή και στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που πήγαν γυρεύοντάς το, δε δευτέρωσαν το σκοπό τους.
Έχει, σου λένε, κατιτί πλάνο κι επίβουλο και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλιστρά σαν χέλι και θεμελιώνει σαν πύργος και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που λύνεται το σώμα με το πρώτο αντίκρισμα.
Εγώ, από μικρός που το άκουα, μ’ έπιανε κατιτί παράξενο. Φόβος και μαζί πείσμα.
Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μονάχα με τα γένια του. Καλά η αθάνατη Γοργόνα, του Αλέξαντρου η αδελφή, που γυρίζει τη θάλασσα και στο πικρό άκουσμα βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με την ουρά της. Καλά κι ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του. Μα ένα δέντρο εκεί, του νερού πλάσμα, θρέμμα του άμμου και να κάνει τόσα θάματα! Μπα, ντροπή μας! Άκουα τους άντρες λεβεντροθρεμμένους και να μιλούν γι’ αυτό με τόσο σεβασμό, σαν να μιλούσαν για το Τρισυπόστατο. Τι διάβολο! Εκείνοι μια φορά έβαλαν τα στήθη τους εμπρός στο κανόνι του Τούρκου! Πήδηξαν με αναμμένο δαυλί στις μπαρουταποθήκες του! Είδαν το θάνατο χίλιες φορές και δεν τόλμησαν να ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν μπορούσα να το χωνέψω.
—Δε μου λες, πατέρα; κάνω κάποτε του γέροντά μου· τι είναι αυτό το γιούσουρι;
—Ξύλο, παιδί μου, σαν και τ’ άλλα· θαλασσόξυλο. Αν θέλεις να το μάθεις, σύρε να ιδείς την πίπα μου.
Πάω μέσα, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους, μαύρη-κατάμαυρη σαν έβενος.
—Μπα! τούτο είναι το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν;
—Το κόβουν λέει; Αφού το ’χεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες, όταν ήμουν σφουγγαράς.
—Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψεις και το γιούσουρι του Βόλου;
Πέτρωσε ευθύς το χαμόγελο στα χείλη του· σοβαρεύτηκε το πρόσωπό του. Γύρισε και με κοίταξε αφαιρεμένα, σα να έλειπε ο νους από το κεφάλι του.
—Α! είπε. Το γιούσουρι του Βόλου δεν είναι το ίδιο. Πήγα μια φορά και γω. Μα λίγο έλειψε ν’ αφήσω δίχως άντρα τη μάνα σου.
—Αφού κόβεται!…
—Κόβεται, όταν είναι μικρό. Κάτω στην Μπαρμπαριά είναι δάση ολάκερα. Εκεί που ψαρεύουν το σφουγγάρι, αρπάζουν και κάνα κλαρί. Έτσι κλεφτά, στην ώρα που κοιμάται. Άμα όμως ξυπνήσει, δεν το κόβει ούτε η ρομφαία του Αρχάγγελου.
—Το γιούσουρι του Βόλου δεν κοιμάται;
—Κοιμάται, μπορεί να κάμει δίχως ύπνο; Μα εκείνο στοίχειωσε πια! ζει με τους αιώνες. Ποιος ξέρει από πότε; Να ιδείς των παλαβών τα κόκκαλα πώς κρέμονται πολυέλαιοι απάνω του!…
Και το βλέμμα του κάπως δειλό στυλώθηκε απάνω σε μια στάμνα, που έστεκε σπασμένη στην αυλή· το μέτωπό του σούφρωσε και κέρωσε, λες κι έβλεπε οχιά να προβάλλει αποκεί.
—Εσύ, πατέρα, πώς πήγες! Με τη μηχανή; ξαναρώτησα.
—Όχι, με την πέτρα, σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές στον καιρό μας!
—Εγώ σα μεγαλώσω, θα πάω να το κόψω· είπα με πείσμα.
Ενόμιζα πως θα έλεγε όχι· πως θα φρόντιζε με χίλια-δυο να μ’ εμποδίσει· πως θα μου διηγόταν ιστορίες τρομερές για ν’ απελπιστώ. Τίποτα! Μια στιγμή με κοίταξε συλλογισμένος από τα πόδια ως την κορφή, σα να μετρούσε το ανάστημά μου· χαμογέλασε.
—Καλά· σα μεγαλώσεις, να πας· είπε με την πρώτη του απάθεια. Τώρα που είσαι μικρός, σύρε να μάθεις τη θάλασσα.
Πήγα κι έμαθα τη θάλασσα. Ναυτόπουλο έγινα, έπειτα ναύτης. Είδα φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια. Πήγα και με σφουγγαράδικα στην Μπαρμπαριά. Μα και ναυτόπουλο και ναύτης και σφουγγαράς, δεν ξέχασα το στοιχειωμένο γιούσουρι και το λόγο που έδωκα στον πατέρα μου. Μαζί με το κορμί μεγάλωνε κι ο πόθος μέσα μου, σα να τον είχα στο αίμα μου. Εγώ ήθελα να κόψω το γιούσουρι, στην ανάγκη να το ξεριζώσω και να το σύρω πίσω από το καΐκι στο νησί μας. Θα το ξάπλωνα στην αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλαλήσει σε όλη τη χώρα!
—Εβγάτε, χωριανοί, να ιδείτε το μέγα θάμα! Το στοιχειό της θάλασσας νικήθηκε από του νησιού μας το στοιχειό, τον Γιάννο Γκάμαρο! Τρέμουν-τρίζουν τα βουνά! Εβγάτε, χωριανοί, να ιδείτε και να ειπείτε!…
Θα έτρεχε αμέσως μελίσσι ο λαός· θα έβλεπαν οι θαλασσογέννητοι και θα σταυροκοπούνταν, θα έβλεπαν οι γυναίκες και θα τρόμαζαν τα παλικάρια και θα ζηλοφθονούσαν οι λυγερές και θα έλεγαν: Να λεβεντονιός για να γίνει άντρας μας! Δεύτερος Άϊ-Γιώργης θα δοξαζόμουν στο νησί. Κι ένας τρόμος μυστικός, μια λαχτάρα βασάνιζε κάθε τόσο την ψυχή μου, μην προλάβει άλλος και αρπάξει τη δόξα μου. Γυρεύεις τι γίνεται; Αλλά πάλι ησύχαζα με την ιδέα πως άλλο αξιότερός μου δεν ήταν δυνατόν να γεννηθεί. Και ακόμη πίστεψα πως το δεντρί εκείνο δεν καθόταν τόσους αιώνες εκεί στον ανήλιαστο θρόνο μου, παρά για να γίνει μια μέρα δικό μου παίνεμα. Κι έτσι έκλεισα τα είκοσι χρόνια μου.
Ψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάτσου στην Έγριπο. Δώσε απάνω-δώσε κάτω φτάσαμε και στον κόρφο του Βόλου.
Άρπαξα τον καιρό.
—Τι λες, καπετάνιε; Κάνουμε την απόπειρα!
—Ποια;
—Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι;
Γέλασε ο καπετάν Στραπάτσος· γέλασαν και οι άλλοι· γέλασα τέλος και γω. Δεν τολμούσα να κάνω το σοβαρό.
—Ρε, τι λες, μου κάνει· είσαι στα σύγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Αμή!… Πήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα και θα κάμουμε μεις;
—Γιατί όχι; Είμαστε’ αδέξιοι εμείς; Έπειτα —άκου να σου ειπώ— εκείνοι πήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά;
—Μωρέ, κοίτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα όνειρα! μου λέει τέλος ο καπετάνιος.
Δεν απελπίστηκα. Θα τον καταφέρω στο ύστερο, σκέφτηκα.
Και αλήθεια, έδωκα-πήρα, τον κατάφερα μια Κυριακή που δεν ψαρεύαμε.
—Τι λες, πάμε; του κάνω.
—Μωρέ, πού να πάμε;
—Για το γιούσουρι!
—Και ποιος θα βουτήξει;
—Εγώ βουτάω· γι’ αυτό ρωτάς!
Πήγαμε τέλος. Κοιτάζω με το γυαλί στον πάτο· πουθενά γιούσουρι! Φέρνω μια βόλτα, δυο, τρεις· τίποτα! Άρχισαν ν’ απελπίζομαι. Μιαν απελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια το ανάσταινα στη φαντασία μου, το έβλεπα μπροστά μου, πάλευα μαζί του, το νικούσα και τώρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν μπορούσα να το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχει, κάπου να το συναντήσω, θες κάτω στους βυθούς, θες πέρα στο ακρογιάλι, θες απάνω στα σύγνεφα! Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του κι ας με καταλύσει. Ας κρεμαστούν και τα δικά μου κόκκαλα απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου! Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μονάχα για το καρβέλι!
—Τραβάτε για το λιμάνι· τραβάτε να πιούμε και καμμιά· είπε ο καπετάνιος βαριεστισμένος. Οι γερόντοι λένε κάποτε παραμύθια.
Κρύος ίδρωτας με πήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου.
—Στο Θεό σου, καπετάνιε, του λέω, έχε υπομονή. Να φέρουμε μια βόλτα πάλι.
Ούτε κείνος όμως, ούτε οι λαμνοκόποι με άκουαν. Το καΐκι γύρισε κι έφυγε για το λιμάνι βαριεστισμένο και κείνο.
Εγώ κρεμασμένος στην κουπαστή δεν έπαυα να κοιτάζω ζερβόδεξα, με καρδιοχτύπι μεγάλο, σα να ζητούσα της μάννας μου τα κόκκαλα. Μάταια όμως! Το νερό πρασινογάλαζο έφτανε ως κάτω στον πάτο και μου έδειχνε ξερά τα φύκια· όχτους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσιές σουφρωμένες, ζεστές, κρεβάτια για τις νεράιδες μαλακά κι απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ’ ονειρεμένο μου δεντρί.
Έλεγα ν’ αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα. Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσε μπροστά μου, πίσω έμεινε σα να διάβηκε φάλαινα.
—Στοπ! φωνάζω· σταθείτε!
Στάθηκε το καΐκι, γύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι!
Ντύνομαι γοργά, παίρνω το λάζο στη ζώση μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω. Μα καθώς σήκωσα τα μάτια, σύγκρυο μ’ έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! Τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είναι το θάμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες, βύζαιναν το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, αγκάλιαζαν τ’ αγκωνάρια, γάντζωναν τις ποδιές του, ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμη. Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ και εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργιές ψήλωνε. Και αποκεί κλαδιά και αντικλάδια μυριόρριζα, καμαρωτά κι ολόισα έφευγαν πέρα-δώθε, ψηλά και χαμηλά, λες κι έπασχαν ν’ αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο, σαν γυάλα το σκέπαζε και το έλουζε, τροφή μαζί και ταίρι, ανάσα και κλίνη του. Και κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκε η άβυσσος, κρύα και άπατη.
Ήβρα το δένδρο στον ύπνο του. Μα και στον ξύπνο να τον ήβρισκα, το ίδιο έκανε. Αν ήταν ν’ αρπάξω ένα κλαδί και να βγω απάνω, καλά. Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο κατέβηκα εκεί. Έκαμα το σταυρό μου, ξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του κατάφερα την πρώτη. Ξύπνησε Όφης. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λες και χύθηκαν όλα τα ρέματα απάνω μου. Το νερό χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα, σκότος πήδηξε από την άβυσσο κι έχασα όλα τα πάντα. Έκατσα χαμηλά, αρπάχτηκα σ’ ένα ρίζωμα να μη με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους κλειστούς να γλαυκοπαίζουν σαν μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης η φλόγα απάνω μου. Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα να κρέμονται τα σκέλεθρα, πομπή και γάνα των παλαβών που τόλμησαν να τα βάλουν μαζί του. Στο βρούχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό. Και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που δέρνονταν μεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια λάχτιζαν με πείσμα τ’ άσαρκα μέτωπα, σα να τους έλεγαν:
—Γιατί μας φέρατε δω!
Απάνω μου τσίμπαε ο καπετάνιος:
—Έλα τώρα. Έλα και δε θα κάμεις τίποτα.
Δε θα κάνω τίποτα! Και γω το κατάλαβα. Μα και με τι μούτρα ν’ ανέβω απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλια; Πού ο Άϊ-Γιώργης; Α, όχι· αν δεν κατέβαινα, καλά· μα τώρα πάει! Μόλις έπεσε ο σίφουνας, σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμη. Πέτρα να χτύπαγα, το λιγότερο θα ράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε. Αντί να πάει μέσα το τσεκούρι, έφυγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες, σα να χτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξεριζώσω· πικροσυλλογίστηκα.
Τσιμπάω απάνω:
—Ρίχτε μου το λοστό.
Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω το λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Τυραννήθηκα και γω δεν ξέρω πόσο. Ώρες ερχόνταν, ώρες περνούσαν, και γω με το λοστό στο χέρι. Μόνο στεκόμουν κάποτε να πάρω ανάσα ή και να ρίξω γύρω καμιά ματιά. Μπορούσε το σκυλόψαρο να ριχτεί απάνω μου.
Τέλος τσιμπάω πάλι:
—Ρίχτε μου τη γούμενα.
—Μωρ’ έλα πάνω· τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλότερο σχοινί. Έλα πάνω· θα σου κόψω τον αέρα!
—Κόβεις τον αέρα, μα σχίζω το λάστιχο· του απαντώ θυμωμένα. Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου;
Τα χρειάστηκε ο καπετάν Στραπάτσος· μου έριξε τη γούμενα.
Πιάνω από μακριά και θηλυκώνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με το λοστό τις ρίζες. Εκείνο δος του και γλαυκόπαιζε τα μάτια σα να ήθελε να με μαγνητίσει. Εσειόταν και τάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού αποκλαμοί, λάγγευαν δώθε-κείθε, κουλουριάζονταν, τίναζαν καταπάνω μου τ’ ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα πού να με συλλάβουν. Και αν δεν ήξερα καθόλου τα δολερά παιχνίδια του, κι αν δεν είχα ακούσει τα καμώματά του, τα σκέλεθρα που έβλεπα σφηνωμένα ψηλά, ήταν αρκετά να μου δείξουν τον κίνδυνο. Σε κάθε του ανακλάδισμα στρείδι κολλούσα στα πλευρά του μάρμαρου. Πόδια, χέρια, μάτια, όλα δούλευαν σύγκαρα. Και ο λοστός, αψύς, ξεκόλωνε ένα με το άλλο τ’ αντιρίμματα, τα έβγαζε από τα θαλάμια τους, τα χώριζε από την πέτρα ξεφλουδισμένα πολλές φορές κι άλλες φορές με σκλήθρες από χάλαρα, με φόρτωμα από κοχύλια.
Τέλος κατάλαβα πως άρχισε να λασκάρει. Έχανε το στήριγμά του.
—Απάνω! τσιμπάω.
Με ανεβάζουν απάνω. Γδύνομαι γοργά, παίρνω την πρώτη ανάσα.
Μπρε! Πήρε και σούρπωνε. Αντίκρυ το Πήλιο ψήλωνε βαθυγάλαζο σαν από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις πλαγιές, σκόρπια μάρμαρα. Στο Βόλο άναβαν τα φώτα και ο ουρανός, ολοπόρφυφος από το ηλιοβασίλεμα, έβγαζε ένα-ένα τρεμόφεγγα τ’ αστέρια του. Μου φάνηκε πως ξανάζησα, όταν είδα μπρος μου γνώριμα πρόσωπα. Ξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι και τους κόπους μου και τη δόξα μου ακόμη.
—Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος.
—Τώρα θα ιδείς, του λέω πηδώντας απάνω. Έλα, παιδιά! τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε.
—Μωρέ, τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; Δε σ’ άγγιξε το στοιχειό!
Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι γερός.
—Μα τραβάτε, παιδιά, λέω· το δέντρο κόπηκε.
Ρίχνονται στα κουπιά· τραβούν με δύναμη. Ναι! Αντί να σύρει μπροστά, πίσω πήγαινε το καΐκι μας.
—Μωρέ, μας γελάς· λέει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος. Τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;
—Μα τον Άϊ-Νικόλα, το ’κοψα· του κάνω· τράβα! Τ’ ήθελες, να τ’ αποκόψω, για να με πλακώσει από κάτω; Δυο τραβήγματα θέλει και θα ’ρθει με τις ρίζες του.
Αρχίζουμε πάλι το τράβηγμα. Κάπου μια ώρα έτσι παιδευτήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κι ετριζοβόλουν. Πείσμα έπιασε τους ναύτες και αντρειεύονταν σαν ξωτικά. Ο καπετάν Στραπάτσος, ξετρελαμένος από χαρά και περηφάνια, ψυχή έδινε σε όλους με τις φωνές του:
Ω-ω!… Ω-ω!… Γεια σας, παλικάρια!… Ίσα, λιοντάρια μου!… Ντροπή μας! Μωρέ, ίσα, τίγριδες!…
Και τα παλληκάρια, τα λιοντάρια, οι τίγριδες, έχωναν βαθιά το κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμη, που έλεγες τώρα θα γίνει σύψαλα. Τέλος βαθύ μούγκρισμα αντήχησε κι η θάλασσα σήκωσε τρανό κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι πέταξε γοργόφτερο εμπρός. Αμέσως μέγα κήτος φάνηκε να πιάνει απ’ άκρη σ’ άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι.
—Να ιδώ! και γω να ιδώ!…
Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν και σταυροκοπιούνται φοβισμένοι.
—Εμπρός! λέω στον καπετάν Στραπάτσο. Να το βγάλουμε όξω τώρα που νύχτωσε, πριν το νιώσουν και μας το πάρουν οι Τούρκοι.
Μόλις βγήκαμε από τον κόρφο, Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η Νοτιά. Ο ουρανός έσβησε τ’ αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκε απάνω μας. Το κύμα ψήλωνε βουνό, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κι έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα. Τι άλογα και τι άτια! Τι φώκες και τι φάλαινες! κλωθογύριζαν κοπαδιαστά, βρουχιόνται και αλάλαζαν στο σύσκοτο εκείνο χάος. Ν’ ανησυχώ άρχισα. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος.
Όμως τίποτα. Το γιούσουρι σφιχτοδεμένο ακολουθούσε τ’ απονέρια, που έστρωνε η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζει, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως νικήθη και πάσχιζε με κάθε τρόπο ν’ απαλλαγεί. Μα ποιος το άφηνε; Μέσα στο άγριο πέλαγο μια ξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του διαλαλητή· ένα γνώριζα αίσθημα, το θάμασμα των γερόντων μας. Ένα πόθο, την ευχή των κοριτσιών:
—Να λεβεντονιός για να γίνει άντρας μας!
Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία μίλια θέλαμε ακόμη. Μα τρία γερά. Τα μπράτσα λύθηκαν όλη νύχτα επάνω στο κουπί. Τα πρόσωπα σούρωσαν· τα μάτια θόλωσαν. Ζάρες έκαμε το μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σαν να κύλησαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος, ξαπλωμένος τ’ ανάσκελα στον πάγκο, έμοιαζε πτώμα. Οι λαμνοκόποι αμίλητοι κινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα το έργο τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα να λάμνω σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους πήρα. Μα τι να κάμω και γω; Περισσότερος ήταν ο πόθος παρά η δύναμή μου. Το κύμα επέμενε να ψηλώνει ακόμα, να λιχνίζει και να μας βρέχει και να μας κλυδωνίζει φοβερά.
Τέλος ρόδισε η ανατολή, φάνηκε ο ήλιος. Φάνηκαν βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το νησί μας αντίκρυ.
—Άλα, παιδιά, και φτάσαμε! φώναξα.
Και πηδώ στην πλώρη ν’ αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά όπου θα το ρίξω θρασίμι. Το καΐκι πέταξε μέσα, δυο χάλαρα πήδηξε, άραξε απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδειάζω τη γούμενα.
Ωϊμέ! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνο στα χέρια μου!
Τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου, απάνω στο θεόχτιστο πάγκο του, με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένο τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του περαδώθε, λες και πάσχει να κλείσει όλα στο δίχτυ του. Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ εγγόνι, πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό.
Και γω Γιάννος ο Γκάμαρος, νέος Άϊ-Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης κι ετοιμόρροπος τώρα, δε θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι!
Καρκαβίτσας Αντρέας, «Το γιούσουρι», Λόγια της πλώρης, Νεφέλη, Αθήνα 1991, σ. 225-237.
Για ψάρεμα στον Παγαση...
Η ζωή στη μικρή εκείνη κωμόπολη, τον Βόλο, ήταν γεμάτη από γεγονότα μεταφυσικά και επαρχιώτικα. Κατασκεύαζα χαρταετούς: είχα γίνει ένας πραγματικός μάστορας στην κατασκευή χαρταετών που έφτιαχνα με χρωματιστά χαρτιά. Όταν πήγαινα να αμολήσω τους αετούς αυτούς σε μια πλατεία που βρισκόταν απέναντι στο σπίτι μας, ήμουν σχεδόν πάντα μόνος· τα χαμίνια από μιαν άλλη γειτονιά έρχονταν κι αυτά να πετάξουν τους αετούς τους σ’ εκείνη την πλατεία, αλλά στέκονταν μακριά μου και προσπαθούσαν να τους πετάξουν πιο ψηλά από τον δικό μου, για να μπορέσουν μετά να μπλέξουν τον αετό μου στο σπάγκο που συγκρατούσε τον δικό τους αετό και μ’ αυτό τον τρόπο να τον γκρεμίσουν. Αυτή η επιχείρηση λεγόταν στην τοπική διάλεκτο φανέστρα. Αν από τη λέξη φανέστρα δημιουργήσουμε αυθαίρετα το ρήμα φανεστρώνω, θα μπορούσα να πω ότι, όταν με φανέστρωναν, αντιδρούσα βίαια, πετώντας πέτρες στους φανεστραδόρους. Ήμουν πολύ επιδέξιος στο να πετάω πέτρες με τη σφεντόνα. Αυτή την ικανότητα την έχω ακόμα και τώρα και, όταν μου λείπει μια πραγματική σφεντόνα, μπορώ να κάνω την ίδια δουλειά με τη ζώνη του παντελονιού μου. Μια μέρα, μετά από μια φανέστρα εναντίον ενός ωραιότατου αετού μου που είχε ζωηρά χρώματα, άρχισε ένας πετροπόλεμος πιο βίαιος από τους άλλους. Νομίζω ότι μαζί μου ήταν κι ο αδελφός μου κι ένα άλλο παιδάκι συνομήλικό μου, γιος ενός γάλλου μηχανικού. Αλλά ο αδελφός μου ήταν μικρότερος από μένα και ο συνομήλικός μου πετούσε τις πέτρες χωρίς ψυχή. Με λίγα λόγια, εγώ τα έκανα όλα, εγώ ήμουν ο μονομάχος, εκείνος δηλαδή που μένει μόνος να πολεμήσει στο πεδίο της μάχης, όπως μόνος παραμένω στο πεδίο της καλής ζωγραφικής, πεδίο λιγότερο επικίνδυνο βιολογικά αλλά πολύ πιο δύσκολο για την κατάκτηση της νίκης, γιατί πράγματι είναι πολύ πιο δύσκολο να ζωγραφίσει κανείς έναν καλό πίνακα παρά να κερδίσει δέκα μάχες, είτε με τις πέτρες είτε με τα κανόνια είτε και με ατομικές βόμβες ακόμα. Όταν σκέφτομαι την τοτινή ζωή μου, βλέπω να επαναλαμβάνονται ορισμένα γεγονότα, κι ας είναι σε διαφορετικά μέρη, σε διαφορετικές περιστάσεις, σε διαφορετικά επίπεδα. Ακόμα και τότε εκείνα τα χαμίνια της Θεσσαλίας ωθούνταν από το φθόνο, όταν προσπαθούσαν να ρίξουν κάτω το χαρταετό μου, επειδή ήταν πιο όμορφος και πιο μεγάλος από τους δικούς τους. Επιπλέον έβλεπαν ότι έμενα σ’ ένα σπίτι πιο ωραίο από το δικό τους, ότι ντυνόμουν καλύτερα απ’ αυτούς κι ότι θα ’πρεπε να είμαι πιο έξυπνος και να ξέρω πιο πολλά πράγματα απ’ όσα ήξεραν αυτοί, κι επομένως «Επάνω του!». Ακριβώς όπως συμβαίνει τώρα που ζωγράφοι, διανοούμενοι, μοντερνιστές και μερικοί άλλοι φθονεροί αμαθείς, σχημάτισαν ένα είδος Ιεράς Συμμαχίας για να μου βάλουν εμπόδια στο δρόμο και να μου κάνουν κακό στη δουλειά μου ως ζωγράφου. Μόνο που τώρα μιλάω άλλη γλώσσα και είναι λίγο πιο δύσκολο να γκρεμίσουν τη ζωγραφική μου απ’ όσο ήταν τότε για κείνα τα χαμίνια να φανεστρώνουν το χαρταετό μου.
Εκείνη τη φορά ο πετροπόλεμος τελείωσε πιο δραματικά από τις προηγούμενες. Εγώ έφαγα στο κεφάλι μια γερή πετριά που αντήχησε σαν καμπάνα μέσα στο μυαλό μου. Για καλή μου τύχη φορούσα ένα είδος μεγάλου μπερέ που έπεφτε πάνω στο ένα αυτί, και η πέτρα με χτύπησε σε κείνο το μέρος έτσι που το χτύπημα μετριάστηκε από το πάχος του μπερέ. Ενώ εγώ είχα χτυπήσει στο κεφάλι, ο μάγειρας ο Νικόλας, που βγήκε μέσα από ένα καπηλειό στην άλλη μεριά της πλατείας για να με τραβήξει από κείνες τις φασαρίες, έφαγε μια πέτρα στο στόμα από σφεντόνα και τινάχτηκε πάνω σ’ ένα τραπέζι που βρισκόταν έξω. Το πρόσωπο του μάγειρα έγινε μες στα αίματα. Έξω φρενών ο Νικόλας, που είχε μούσκουλα ατσαλένια και δεν αστειευόταν, όρμησε ανάμεσα στα χαμίνια μοιράζοντας κλοτσιές και μπάτσους στα τυφλά. Με κείνο τον καταιγισμό του ξύλου τα χαμίνια σκόρπισαν ως δια μαγείας, και τότε ο Νικόλας, αρπάζοντας με το ένα χέρι εμένα και με το άλλο τον αδελφό μου, καταριώντας και βλαστημώντας, μας τράβηξε στο σπίτι σχεδόν σηκωτούς. Το βράδυ έγινε ένα είδος οικογενειακού συμβουλίου. Δεν θυμάμαι τι αποφασίστηκε, μόνο θυμάμαι ότι κάποια στιγμή ο πατέρας μου κατέληξε φιλοσοφικά λέγοντας: «Ευτυχώς που φορούσε τον μπερέ του».
Με ευνοϊκές συνθήκες, όταν ο καιρός ήταν ήρεμος, πηγαίναμε για ψάρεμα, με βάρκα. Σ’ αυτές τις εξορμήσεις ήμασταν η μητέρα μου, εγώ, ο αδελφός μου και δύο υπάλληλοι των σιδηροδρόμων που λέγονταν ο ένας Μεσσαρίτης κι ο άλλος Καλογερόπουλος κι ήταν ειδικοί στο ψάρεμα με πετονιά. Ο Μεσσαρίτης ήταν ονειροπόλος και ρομαντικός. Είχε ένα μυτερό γενάκι καστανόχρωμο, ήταν μετρίου αναστήματος και θύμιζε εκείνους τους κομπάρσους που, ντυμένοι σαν αυλικοί ή σαν ευγενείς στον Ριγολέττο ή σε άλλα παλιά μελοδράματα, σουλατσάρουν στο βάθος της σκηνής ενώ μπροστά οι πρώτοι τραγουδιστές ξελαρυγγιάζονται τραγουδώντας τους πόνους και τις χαρές των προσώπων που παριστάνουν. Ο Μεσσαρίτης ήταν ειδικός στην οδήγηση των ατμομηχανών και, όπως ο μακαρίτης βασιλιάς Βόρις της Βουλγαρίας, του άρεσε να φωτογραφίζεται, βουτηγμένος ολόκληρος στο κάρβουνο, πάνω στην ατμομηχανή με το δεξί χέρι ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα μοχλό. Αλλά το βράδυ, όταν τελείωνε η δουλειά, ντυνόταν με σχετική κομψότητα: φορούσε γιλέκο από άσπρο λινό και πήγαινε να δειπνήσει στον κήπο του «Ξενοδοχείου της Γαλλίας». Το ξενοδοχείο αυτό ήταν χτισμένο σχεδόν πάνω στη θάλασσα, και εκεί ο Μεσσαρίτης παράγγελνε πιλάφια εξαίρετα, νοστιμότατα, και κομμάτια ψητό αρνί, παχουλό, τρυφερό και σχεδόν γλυκό σαν τούρτα. Ο Μεσσαρίτης ήταν πολύ συναισθηματικός και ρομαντικός. Ήταν πάντα ερωτευμένος με κυρίες και δεσποινίδες απλησίαστες για κείνον, κι όταν το βράδυ καθόταν μαζί μας στο καφενείο εμπρός στη θάλασσα κι η καρδιά του πλημμύριζε από συγκρατημένο πάθος, για να ανακουφιστεί, μου τραγουδούσε, σαν γι’ αστείο, με χαμηλή φωνή, αποσπάσματα από ελληνικά λαϊκά τραγούδια:
Αυτά τα μαύρα μάτια που με κοιτάζουν
Χαμήλωσ’ τα, αχ φως μου,
Γιατί με σφάζουν.
Ο Καλογερόπουλος αντίθετα ήταν σκεπτικός και χλευαστικός αλλά ίσως πιο βαθύς και μεταφυσικός από τον Μεσσαρίτη. Έπαιζε βιολί και βιολοντσέλο κι έπαιρνε μέρος σε κοντσέρτα δωματίου στο σπίτι της γυναίκας του αυστριακού προξένου που λεγόταν Μιντσάκι. Το ζεύγος Μιντσάκι ήταν από την Τεργέστη κι εγώ γνώρισα στη Βενετία έναν ανιψιό τους, τον μηχανικό Ερενφρόυντ, που στη Βενετία όλοι φώναζαν Φρούμι. Επίσης ο Καλογερόπουλςο τραγουδούσε αλλά το έκανε στα κρυφά για γούστο. Απ’ το πολύ που άκουγε ιταλικές όπερες, στα ιταλικά, είχε καταλήξει να μάθει λίγο τη γλώσσα μας. Όταν ήταν στα κέφια του, μου τραγουδούσε στα ιταλικά αυτό το τραγούδι:
Μα στην εξοχή είναι άλλο πράγμα
Έχει πιο γούστο ο έρωτας
Γιατί εκεί η καρδιά ξαποσταίνει
Κοντά στο θησαυρό της.
Μια μέρα όμως ο Καλογερόπουλος μου διηγήθηκε κάτι πολύ θλιβερό και μυστηριώδες, κάτι βαθύ και σκοτεινό, σαν την αρχή της Νέας Ζωής του Ντάντε Αλιγκιέρι. Μου διηγήθηκε ότι, όταν ήταν μικρός, στο χωριό του, ήταν ένα κοριτσάκι της ηλικίας του, κόρη γειτόνων. Έπαιζε συχνά μ’ εκείνο το κοριτσάκι και είχαν γίνει πολύ φίλοι. Μια νύχτα ο μικρός Καλογερόπουλος ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν στο δωμάτιό του και κοίταζε το καναρίνι που βρισκόταν σ’ ένα κλουβί κρεμασμένο κοντά στο παράθυρο· το καναρίνι εκείνο, μέσα στο όνειρο, είχε τη μορφή της μικρής γειτόνισσάς του· σε μια στιγμή το καναρίνι άρχισε σιγά σιγά να φουσκώνει· έγινε σα μια μεγάλη κίτρινη μπάλα και έπεσε νεκρό στον πάτο του κλουβιού. Ο μικρός Καλογερόπουλος ξύπνησε κλαίγοντας, κυριευμένος από μια μεγάλη αγωνία, κι έμεινε ξύπνιος στο κρεβατάκι του μέχρι το πρωί. Όταν ξημέρωσε, άκουσε από το πλαϊνό σπίτι μεγάλη φασαρία από ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν και λίγο μετά έμαθε ότι η μικρή γειτόνισσά του είχε πεθάνει εκείνη τη νύχτα.
Το ψάρεμα ήταν για μένα μια μεγάλη χαρά. Σίγουρα όλες εκείνες οι μοναδικές θεαματικές ομορφιές που είδα στην Ελλάδα παιδί και που υπήρξαν ό,τι ωραιότερο είδα μέχρι σήμερα στη ζωή μου με εντυπωσίασαν τόσο βαθιά, έμειναν τόσο ισχυρά χαραγμένες μέσα στην ψυχή και στη σκέψη μου, επειδή εγώ είμαι ένας άνθρωπος ξεχωριστός, που όλα τα αισθάνεται και τα καταλαβαίνει εκατό φορές πιο έντονα από τους άλλους.
Για να πάμε για ψάρεμα, σηκωνόμασταν πολύ πρωί και, όταν μπαίναμε στη βάρκα που θα μας πήγαινε στ’ ανοιχτά, στη μέση του κόλπου, ξημέρωνε ακόμα. Η θάλασσα ήταν καθρέφτης· ποτέ ξανά σε άλλες χώρες δεν είδα έναν τόσο όμορφο υδάτινο καθρέφτη. Κάθε τόσο, πάνω σ’ εκείνη τη λαμπερή επιφάνεια, κάποιο ψάρι, κάποιος θεϊκός κέφαλος, έκανε ένα πήδημα έξω απ΄ το νερό.
Μετά από τόσα χρόνια ξαναβλέπω αυτό το θέαμα όπως το έβλεπα τότε, αλλά, αν ήθελα να το περιγράψω με ακρίβεια, να το παρουσιάσω με την πένα, το μολύβι ή το πινέλο, δεν θα τα κατάφερνα καθόλου. Η Ελλάδα ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες σ’ όλες τις εποχές, αλλά υπάρχουν πράγματα τόσο όμορφα, που μόνο να τα φανταστεί μπορεί κανείς. Γι’ αυτό είναι μεγάλη αλήθεια τα λόγια του έλληνα ζωγράφου του δέκατου ένατου αιώνα Νικολάου Γύζη που είπε: «Δεν μπορώ να ζωγραφίσω την Ελλάδα τόσο ωραία όσο τη φαντάζομαι».
Ο “αταξίδευτος” ζωγράφ...
Ζωγράφο του ταρσανά, χαρακτήριζε τον Νικόλαο Χριστόπουλο το άρθρο που τον πρωτοπαρουσίαζε στο ελληνικό κοινό. Του ταρσανά, όχι της θάλασσας, αν και ολόκληρο το έργο του είναι θαλασσογραφικό: καράβια απ’ όλες τις χώρες, θαλασσινοί θρύλοι, μεγάλες στιγμές της ναυτικής ιστορίας, λιμάνια. Με τα ζωγραφιστά του καράβια ο Χριστόπουλος μάς ταξιδεύει όχι μόνο μέσα στο χώρο, αλλά και στο χρόνο, και μας φέρνει ως τα χρόνια της αργοναυτικής εκστρατείας. Με βολιώτικες ανεμόστρατες, σπετσιώτικες σταλούπες, με νάβες, τρεχαντήρια, περάματα, σκαμπαβίες, γολέτες και λογής σκαριά, ο γέρος ζωγράφος σκίζει τις θάλασσες. Κι όμως παραμένει ο ζωγράφος του ταρσανά. Ο ίδιος βρήκε ταιριαστό τον τίτλο και τον γράφει κάτω από τ’ όνομά του σε πολλά μεταγενέστερα έργα του. Όχι γιατί είναι παλιός ναυπηγός, αλλά γιατί κύριο, μοναδικό θα ’λεγα, θέμα του είναι το καράβι. Όπως σημειώθηκε εξαρχής, «το έργο του είναι ένα τραγούδι της δουλειάς του ταρσανά. Εδώ, κύριο θέμα του είναι το πλοίο με την ομορφιά της φόρμας του και την ποίηση της κατασκευής του». Ακόμα και στο μοναδικό έργο του με διαφορετικό θέμα, στους νησιώτικους ανεμόμυλους, την αίσθηση καραβιού δίνει με τα λευκά πανιά των φτερών τους που διαγράφονται έντονα πάνω στο γαλάζιο του ουρανού.
Ένα γραφτό μεταγενέστερο έρχεται να επιβεβαιώσει τον αρχικό του χαρακτηρισμό. Πρόκειται για μια σύντομη χειρόγραφη αυτοβιογραφία του Χριστόπουλου, καμωμένη ύστερα από προτροπή του γράφοντος. Με μικρές επιγραμματικές φράσεις μας δίνει τα κύρια σημεία της ζωής του. «Εγό ο Νικόλαος Χριστόπουλος εγενηθικα στο Βόλο. Το 1880». Έτσι αρχίζει και στο ίδιο ύφος συνεχίζει για τα γονικά του, τη μαθητεία του ως την τετάρτη δημοτικού (θυμάται ακόμα και το όνομα του δασκάλου του), την επίδοσή του στη ζωγραφική. Είναι σύντομος από πεποίθηση, όχι από έλλειψη μνήμης: «εάν γράψο όλον μου το βήο δεν τα γράφη ούτη η χαλιμά» είναι η καταληκτική φράση της αυτοβιογραφίας του. Σε άλλο χειρόγραφο – εκτενέστερο – σημειώνει διάφορα επεισόδια από τον «πολιτάραχο» βίο του. Το δεύτερο αυτό χειρόγραφο, που συνδέει το στερνό μας λαϊκό ζωγράφο με τον ιδρυτή του πρώτου ελληνικού μουσείου λαϊκής τέχνης, τον Γεώργιο Δροσίνη, θα μας απασχολήσει μια άλλη φορά. Εδώ θα σταματήσουμε μόνο σ’ ένα σημείο της αυτοβιογραφίας. «Τα ταξείδια είναι. Από ξιρας από το παλιούρη Ανο βολο Αγρια λεχωνια Μεχρη τον Αγιο λαυρεντιο όπου πιγεναμε με τα ποδια και Στη θαλασσα εντος του Παγασιτικου Κολπου». Όλα όλα τα ταξίδια του είναι μικροί περίπατοι στα κοντινά του Βόλου κι εκδρομές μέσα στον κόλπο. Μα η γοργόνα, ένα από τα πιο αγαπημένα του θέματα, ποτές δεν πέρασε στα περιορισμένα νερά του Παγασητικού. Οι ναυτικοί θρύλοι είναι δημιουργήματα της ανοιχτής θάλασσας. Στον ταρσανά του Βόλου, μαζί με τους ναυτικούς που θέλουν να επισκευάσουν τα πλοία τους, φτάνει και ο αντίλαλος του πελάγου. Φύκια κι όστρακα είναι κολλημένα στα ύφαλά τους. Ξύλα γυαλισμένα από την τριβή σχοινιών και αλυσίδων. Πανιά καμένα από τον ήλιο του Μισιριού. Κάποιο εξάρτημα αγορασμένο στο λιμάνι της Βενετίας. Ξενικές λέξεις που ξεφεύγουν από το στόμα του ναύτη. Φτάσαμε στη μεγάλη πηγή του πνευματικού κόσμου του Χριστόπουλου: το στόμα του ναύτη. Όσο κρατάει η επισκευή του πλοίου, είναι για το ναύτη μέρες αργίας, μέρες αναμνήσεων, μέρες διηγήσεων. Ο Χριστόπουλος ζει τη ναυτική ζωή με τις διηγήσεις για ναυάγια σε άγριες θάλασσες, περιπέτειες σε βρώμικα λιμάνια της Ανατολής, νοσταλγίες πάνω στο κατάστρωμα τις χλιαρές μεσογειακές νύχτες, κοντράμπα στον Τσεσμέ. Κι όλα αυτά στο κλίμα της νοσταλγικής διήγησης, μακριά από την τραχύτητα των πραγματικών περιστατικών. Όπως στις αναπαραστάσεις των μεγάλων πολιτειών στα παλιά αρχοντικά, έτσι κι εδώ η διήγηση και ο θαυμασμός δημιουργούν το ιδιαίτερο εκείνο κλίμα του παραμυθιού στην απόδοση των προτύπων που είναι χαλκογραφίες, εικονογραφήσεις βιβλίων ή παλιότερα έργα.
Όμως, αν ο γέρος ζωγράφος μάς παρασέρνει με τα ζωγραφικά του καράβια να ταξιδεύουμε σε γαλάζια πελάγη, ο ίδιος θέλει τον πλούσιο στόλο του για πάντα αραγμένο στο γαλήνιο λιμάνι της μικρής του κάμαρας, ανάμεσα στις ξύλινες γοργόνες, στα μικρά σκαριά των πλοίων και στις φωτογραφίες της νιότης του. Επάνω σε ένα γλυκό γαλάζιο χρώμα, με άσπρα γράμματα έγραψε – ζωγράφισε μάλλον – έμμετρη τη συγκινημένη του διαθήκη. Πλημμυρισμένοι από αγάπη και τρυφερότητα στίχοι στο δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο, γεμάτοι στοργικά υποκοριστικά, εκφράζουν την έγνοια του για την τύχη των έργων του:
Αυτά τα καραβάκια μου, που είναι κρεμασμένα, εγώ με τα χεράκια μου τα έχω καμωμένα κι είναι η μόνη μου ευχή και όλη η χαρά μου να μείνουν όπως βρίσκονται μέσα στην κάμαρά μου.
Καράβια μου περήφανα, που είστε κρεμασμένα θα δείχνετε τη δόξα σας από τα περασμένα. Καράβια μου περήφανα, χαρά στην ομορφιά σας χαρά στα όμορφα σκαριά και στην αρματωσιά σας.
Από τα χρόνια τα παλιά, τα τρισευτυχισμένα είναι τα καραβάκια μου που ’χω ζωγραφισμένα. ’Λάτε καλοί μου ναυπηγοί να δείτε τα σκαριά σας θα θυμηθείτε τα παλιά τα χρόνια της δουλειάς σας,
όπως αναπολώ κι εγώ τα περασμένα χρόνια κι ασπρίσαν τα μαλλάκια κι έγιναν σαν τα χιόνια.
Στο κείμενο τούτο έχει διορθωθεί η ορθογραφία γιατί είναι μεγάλο και θα δυσκόλευε τον αναγνώστη. Υπάρχει ακόμα ένα έμμετρο κείμενο του Χριστόπουλου, ζωγραφισμένο πάντα σε γαλάζιο φόντο και με λογής θαλασσινά πλουμίδια, όπου αφού εκφράσει την ικανοποίησή του γιατί «το λέει» γνωστός λαογράφος πως είναι «ναυπηγός καλός και λαϊκός ζωγράφος», παραθέτει ένα μακρύ κατάλογο από λαϊκές ονομασίες σκαριών. Πρόκειται για ένα αξιόλογο λαογραφικό κείμενο που βρίσκεται στη διάθεση όσων ασχολούνται με τη ναυτική λαογραφία.
Χαρακτηριστικό είναι πως τα ζωγραφικά ταξίδια του Χριστόπουλου άρχισαν όταν το πέρασμα του χρόνου καθήλωσε το γέρο ναυπηγό μέσα στην κάμαρά του, έτσι που και οι μικροί ακόμα περίπατοι στον Παγασητικό να γίνουν νοσταλγική ανάμνηση. Γνήσια βιώματα, χρονική απόσταση, περισυλλογή της «ασάλευτης ζωής», δίνουν στα έργα του Χριστόπουλου το ιδιαίτερο εκείνο κλίμα που τόσο γοητεύει.
Η ιστορία του ταρσανά...
Μια επιχείρηση η οποία λειτουργεί συνεχώς από το 1880 ως τις μέρες μας διατηρώντας κατά ένα μεγάλο ποσοστό τις ίδιες παλιές τεχνικές και τα ίδια παραδοσιακά συστήματα εργασίας καθώς και τα εργαλεία, θαρρώ πως αποτελεί σημείο αναφοράς για την περιοχή μας και για τη ναυτική παράδοση του τόπου μας. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση στην τέταρτη, πλέον, γενιά ιδιοκτητών που προσφέρει απρόσκοπτα τις υπηρεσίες της, στα σκάφη του Βόλου και όχι μόνο, πάνω από 120 χρόνια.
Ιδρυτής του ταρσανά στα Πευκάκια του Βόλου υπήρξε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, προερχόμενος από τη Σύρο, ο οποίος γνώριζε καλά το επάγγελμα του ναυπηγού. Αφού εργάστηκε τα πρώτα χρόνια στον Βόλο ως ιχθυοπώλης, αποφάσισε να στήσει το ναυπηγείο, την πρώτη αυτού του είδους επιχείρηση τότε στο Βόλο και τη γύρω περιοχή. Η ανάπτυξη της νέας πόλης και του λιμανιού της πραγματοποιούνταν με ταχείς ρυθμούς και σε τούτο συντέλεσε και η δρομολογούμενη προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος. Έτσι στα 1880 ξεκίνησε τη λειτουργία του ο ταρσανάς, δηλαδή ένα ανελκυστήριο κι επισκευαστήριο σκαφών, σωστά οργανωμένο, που θα εξυπηρετούσε όλα τα μικρομεσαία πλεούμενα της περιοχής προκειμένου να εκτελέσουν τις επισκευές τους και τις τακτικές εργασίες συντήρησής τους. Η απόφαση αυτή του Αθ. Χριστόπουλου υπήρξε πρωτοποριακή για την εποχή κι οπωσδήποτε επιβεβλημένη.
Για το σκοπό αυτό επιλέχτηκε η περιοχή ‘Πευκάκια’, που εκπληρούσε τις απαραίτητες για το σκοπό αυτό προϋποθέσεις. Άμεση πρόσβαση από το λιμάνι, ομαλή διαμόρφωση πυθμένα και ακρογιαλιάς, κατάλληλο βάθος νερών – αν και λίγο ρηχό. Με μικρές παρεμβάσεις η νέα επιχείρηση άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1885, ο χώρος αυτός αγοράστηκε από τον Χριστόπουλο, ο οποίος στη συνέχεια έχτισε εκεί το σπίτι του, που διατηρείται μέχρι και σήμερα, προκειμένου να στεγάσει την πολυμελή οικογένειά του δίπλα στο χώρο εργασίας του, αφού ως το 1892 διέμενε στο Βόλο. Ο Αθ. Χριστόπουλος όντας σε προχωρημένη ηλικία και με τη συνεργασία έμπειρων συνεργατών, παρέδωσε τα ηνία της επιχείρησης από τις αρχές του 20ου αιώνα στους γιους του: τον Ανδρέα, τον Νίκο (τον κατοπινό λαϊκό ζωγράφο), τον Κωσταντή και τον Γιαννακό. Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια, όπως και στη συνέχεια, ο αριθμός των μαστόρων που εργάζονταν κυμαινόταν σε αρκετές δεκάδες, ανάλογα βέβαια και με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες. Σύντομα πραγματοποιείται η πρώτη σημαντική αλλαγή: τοποθετούνται μεταλλικά βίτζια κινούμενα με ατμό καταργώντας τους παραδοσιακούς ξύλινους ‘εργάτες’ για τις ανελκύσεις. Εργασιακός οργασμός παρατηρείται κατά την δεκαετία του ’20 με τη συστηματική τοποθέτηση κινητήρων στα ιστιοφόρα σκάφη. Συρρέουν πλεούμενα απ’ όλη την Ελλάδα στα Πευκάκια γι’ αυτό το σκοπό, με τον μικρότερο αδερφό Ιωάννη Χριστόπουλο, πρωτοπόρο για την εποχή, να εγκαθιστά τους κινητήρες.
Στα 1935 τοποθετείται ως κινητήρια δύναμη ντιζελομηχανή, η οποία συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες της ίσαμε τις μέρες μας. Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και μετά το τέλος του συνεχίζονται οι προσπάθειες ανασυγκρότησης. Όμως μετά το 1950 οι τρεις εν ζωή αδελφοί Χριστόπουλου βρίσκονται σε αρκετά προχωρημένη ηλικία και διάδοχη κατάσταση αποτελεί μόνο ο μικρός γιος του Ανδρέα που πέθανε το 1950. Τότε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ταρσανά αναλαμβάνει ο Παντελής Καρταπάνης γαμπρός του Ιω. Χριστόπουλου, ναυπηγός και ο ίδιος, γιος του συμιακού ναυπηγού Γρηγόρη Καρταπάνη που κατασκεύαζε σκάφη στον Άγιο Κωνσταντίνο του Βόλου.
Στα 1963 γίνονται δύο ξεχωριστές μονάδες: του Αθ. Χριστόπουλου, με το μερίδιο του πατέρα του Ανδρέα, και του Παντελή Καρταπάνη, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο κομμάτι της επιχείρησης και ουσιαστικά αποτελεί έως σήμερα τη συνέχεια του παραδοσιακού ταρσανά.
Πέρα από τις ποικίλες βελτιώσεις, την τοποθέτηση και ηλεκτροκινούμενων βιτζιών και άλλων εργαλείων, ο Παντελής Καρταπάνης, ως κατασκευαστής ναυπηγός, ασχολείται μαζί με έμπειρους συνεργάτες με τη συστηματική ναυπήγηση σκαφών, κάτι που πρώτα μόνο περιστασιακά συνέβαινε.
Στόχος του γράφοντος, σημερινού ιδιοκτήτη του ταρσανά των Πευκακίων, είναι η δημιουργία ενός ιδιωτικού χώρου με συλλογή αντικειμένων ναυτικής και ναυπηγικής τέχνης, μιας και το υλικό που υπάρχει (εργαλεία, χνάρια, εξαρτήματα καραβιών κ.λ.π.) μπορεί να συγκροτήσει κάτι τέτοιο.
«Η έκθεση του λαϊκού ζωγράφου Νικόλαου Χριστόπουλου»
Στον ίδιο χώρο με τον ταρσανά, λίγο πιο πάνω, βρίσκεται και το πατρικό σπίτι των Αδελφών Χριστόπουλου, ένα μεγάλο πέτρινο κτήριο που κατασκευάστηκε στο 1890-95 από τον ιδρυτή του ταρσανά Αθ. Χριστόπουλο. Σ’ ένα δωμάτιο αυτού του οικήματος υπάρχει η έκθεση του λαϊκού ζωγράφου Ν. Χριστόπουλου. Πρόκειται για το χώρο που διέμενε και ζωγράφιζε, που υπήρξε για τον ίδιο και υπνοδωμάτιο και χώρος δημιουργίας. Μικρό σχετικά το δωμάτιο αλλά ψηλοτάβανο, όπως σ’ όλα τα παλιά σπίτια, με τους τοίχους του σκεπασμένους από τις ζωγραφιές του. Ακόμη υπάρχει το κρεβάτι του ζωγράφου, λιγοστά έπιπλα και κάποια προσωπικά αντικείμενα.
Ας δούμε όμως εν συντομία ποιος ήταν ο Νίκος Χριστόπουλος. Γεννήθηκε στο Βόλο το 1880, δευτερότοκος γιος ανάμεσα σ’ εφτά αδέλφια, του Αθ. Χριστόπουλου και της Ελένης Κ. Ρέτσου. Από μικρό παιδί εργάστηκε στον ταρσανά της οικογένειας και τα πλεούμενα που έβλεπε αποτέλεσαν τις εμπειρίες του για την μετέπειτα ζωγραφική του δημιουργία. Η καλλιτεχνική του φύση εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς, όπως σημειώνει κι ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, αφού από μικρός, μόλις έβλεπε κάποιοι όμορφο σκαρί, το σχεδίαζε με μολύβι. Βέβαια, απ’ αυτά τα πρωτόλεια ιχνογραφήματα δεν σώθηκε τίποτε, όμως σίγουρα αποτέλεσαν την ‘πρώτη ύλη’ για τις κατοπινές θαλασσογραφίες του. Παράλληλα διέθετε και την ικανότητα του στιχοπλόκου: από τις αρχές του αιώνα μας διασώθηκαν αρκετά στιχουργήματά του. Δεν ταξίδεψε πουθενά, αλλά εργάστηκε συνεχώς ίσαμε τα 75 του χρόνια στον ταρσανά στα Πευκάκια, γι’ αυτό άλλωστε κι ο Κίτσος Μακρής τον αποκάλεσε ΄Ζωγράφο του Ταρσανά΄ κι ‘Αταξείδευτο ταξειδευτή’. Οι πρώτοι πίνακές του, με λαδομπογιά σε τσίγκο ή σε χαρτόνι χονδρό, χρονολογούνται από το 1939-40, όμως ο κύριος όγκος της δημιουργίας του αρχίζει από το 1956 και μετά, που εγκατέλειψε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα κι αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Για το έργο του γράφτηκαν πολλά άρθρα, ενώ συμμετείχε και σε αρκετές εκθέσεις, σε τοπικό και πανελλήνιο επίπεδο καθώς και στη Γενεύη. Την έκθεση του στα Πευκάκια έχουν επισκεφθεί πάρα πολλοί επώνυμοι από τον καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο. Πέθανε ύστερα από σύντομη ασθένεια το απόγευμα της Δευτέρας 15 Μαΐου 1967.
Σήμερα η έκθεση Χριστόπουλου παραμένει όπως ακριβώς την άφησε ο ίδιος πριν πεθάνει και είναι επισκέψιμη για το κοινό οποιαδήποτε μέρα και ώρα με ελεύθερη είσοδο, αρκεί να υπάρξει προσυνεννόηση με την κ. Ευαγγελία Καρταπάνη, ανιψιά και κληρονόμο του ζωγράφου. Η έκθεση λειτουργεί χάρη στη φροντίδα των σημερινών ιδιοκτητών και μόνο, οι οποίοι με δική τους πρωτοβουλία και δικές τους δαπάνες τη συντηρούν κι έχουν την ευθύνη της. Στα 1987-89, έγιναν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης κι επισκευών τόσο στο δωμάτιο της έκθεσης, όσο και σ’ ολόκληρο το κτήριο, εσωτερικά κι εξωτερικά καθώς και αντικατάσταση της καταρρέουσας σκεπής. Όλα ετούτα βέβαια με προσωπική εργασία των ιδιοκτητών και δαπάνες τους χωρίς την παραμικρή κρατική βοήθεια. Μόνο ο Δήμος Βόλου έδωσε 100.000 δρχ. ύστερα από πρόταση του – μακαρίτη πια – Οδυσσέα Μουντούλια.
Αν και το ΥΠΠΟ είχε ξεκινήσει τη διαδικασία κήρυξης του οικήματος και της έκθεσης σε διατηρητέο μνημείο προβαίνοντας σε καταγραφή των υπαρχόντων πινάκων (η πράξη ολοκληρώθηκε με την υπ’ αρ. 1405/16-5-1995 απόφαση του υπουργείου) μέχρι σήμερα δεν έχει ενδιαφερθεί άμεσα κανένας αρμόδιος.
Όποιος βρεθεί στον ταρσανά των Πευκακίων μπορεί να επισκεφθεί και την έκθεση του Χριστόπουλου. Εκτός από μεμονωμένες επισκέψεις φιλότεχνων, πολλές είναι και οι επισκέψεις σχολείων προκειμένου οι μαθητές να γνωρίσουν το έργο ενός αυθεντικού λαϊκού ζωγράφου, γέννημα-θρέμμα της περιοχής μας. Ακόμη, αρκετοί ερευνητές, φοιτητές κλπ. έρχονται για να αντλήσουν στοιχεία για το ζωγράφο, το έργο του και τη λαϊκή τέχνη γενικότερα και να τα χρησιμοποιήσουν στις μελέτες τους.
Οι πίνακες της έκθεσης είναι 185, όλοι λαδομπογιά σε χαρτόνι ή τσίγκο και με διαστάσεις που ποικίλουν, κυρίως όμως κυμαίνονται στα 40x30 ή 50x40 περίπου. Τα θέματα που εικονίζουν είναι τα εξής: α) 95 πίνακες παρουσιάζουν ένα μόνο πλεούμενο (η θαλασσογραφία στη λαϊκή Ζωγραφική είναι πλοιογραφία κατά τον Κίτσο Κακρή).
β) 35 πίνακες έχουν δύο ή περισσότερα καράβια μαζί.
γ) 13 προσωπογραφίες (Παπαδιαμάντης, Δροσίνης, Θεόφιλος, ο πατέρας του, διάφοροι ήρωες κλπ.).
δ) 21 πίνακες εικονίζουν ναυμαχίες, λιμάνια, ταρσανάδες, γοργόνες.
ε) 16 με διάφορα θέματα (ανεμόμυλοι, Μάηδες της Μακρινίτσας κλπ). Ακόμη υπάρχουν κατασκευασμένα από τον ίδιο κάποια ομοιώματα ιστιοφόρων, νεροκολοκύθες με ανθρώπινη μορφή, δυο ακρόπλωρα, μακαράδες σέσουλες, κουτιά διάφορα ζωγραφισμένα από τον ίδιο.
Ο Νίκος Χριστόπουλος, αυθεντικός λαϊκός ζωγράφος, κατέχει θαρρώ σημαντική θέση μέσα στο χώρο της λαϊκής τέχνης.
Γρηγόρης Καρταπάνης, «Ο παραδοσιακός ταρσανάς στα Πευκάκια», εν Βόλω, σ. 34-37.
Μετάβαση στο σημείο: Λιμάνι - Παραλία