Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1838

Όλιβερ Τουίστ

  • Εικονογράφηση του Τζώρτζ Κρούινκσανκ, όπου ο Άρθουρ Ντότζερς συστήνει τον Όλιβερ στον Φάγκιν
  • Εικονογράφηση του Τζώρτζ Κρούινκσανκ, όπου ο Όλιβερ τραυματίζεται κατά τη διάρκεια μιας ληστείας

Το όνομα του Τσαρλς Ντίκενς φέρνει στο μυαλό μας εικόνες από χριστουγεννιάτικη πουτίγκα, γραφικά πανδοχεία, σπιτική ζωή αλλά και ορφανά και πεινασμένα παιδιά, φιλάργυρους ανθρώπους, δολοφόνους και άκαρδους δασκάλους. Ο Ντίκενς είναι η προσωποποίηση του Λονδίνου του 19ου αιώνα. Ο Ντίκενς διέθετε μια μοναδική ικανότητα να παρατηρεί το Λονδίνο, την πόλη που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Επέζησε ως παιδί στους άθλιους δρόμους του, υπήρξε αυτοδίδακτος και έγινε ο μεγαλύτερος συγγραφέας της εποχής του. Κάθε μέρα περπατούσε μεγάλες αποστάσεις και οι περιγραφές του Λονδίνου του 19ου αιώνα προσκαλούν τους αναγνώστες του να βιώσουν την εικόνα, τους ήχους και τις μυρωδιές της παλιάς πόλης. Την εποχή που η Αγγλία ζούσε τη βιομηχανική επανάσταση, η πρωτεύουσά της απολάμβανε τα οφέλη της αλλά και υπέφερε από τις συνέπειες της. Το 1800 ο πληθυσμός του Λονδίνου ήταν περίπου ένα εκατομμύριο ψυχές. Αυτός ο αριθμός ανέβηκε στα τεσσερσήμισι εκατομμύρια μέχρι το 1880. Ήταν γιος του Τζον Ντίκενς, δημοσίου υπαλλήλου με μικρό μισθό, που ποτέ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα έξοδά του. Όταν τέλος οι δανειστές του τον κυνήγησαν και τον έριξαν στη φυλακή για τα χρέη του, ο νεαρός Κάρολος πληγώθηκε τόσο βαθιά, ώστε πήρε την απόφαση να αγωνιστεί για να γλυτώσει από τη φτώχεια και τα χρέη.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί σε εργοστάσιο βερνικιών για να συντηρήσει την οικογένειά του. Η φτώχεια των παιδικών του χρόνων, αν και ήταν άγνωστη στους αναγνώστες του μέχρι το θάνατό του, είχε σημαντική επίδραση στις κατοπινές απόψεις και του αγώνες του Ντίκενς για την κοινωνική μεταρρύθμιση, τα δικαιώματα των παιδιών και τη μόρφωσή τους αλλά και για το λογοτεχνικό κόσμο που δημιούργησε στα έργα του.
Δουλεύοντας από παιδί άλλαξε πολλές δουλειές στις οποίες συχνά ένιωθε πως δεν ήταν γι’ αυτόν, τελικά έγινε ανταποκριτής εφημερίδας. Κανείς άλλος ανταποκριτής στο Λονδίνο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Τσαρλς Ντίκενς στην ακρίβεια και στην ταχύτητα των ειδήσεων. Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα, βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του. Η αναγνώριση ήρθε το 1836 με το βιβλίο Τα Χαρτιά του Πίκγουικ. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε γίνει διάσημος για το χιούμορ του και τη διεισδυτική ματιά του στα κοινωνικά προβλήματα. Τα μυθιστορήματά του δημοσιεύονταν κυρίως σε μηνιαία ή εβδομαδιαία περιοδικά, πρακτική που κυριάρχησε με τον Ντίκενς ως τρόπος δημοσίευσης μυθιστορημάτων στη Βικτωριανή Αγγλία. Αυτός ο τρόπος δημοσίευσης επέτρεπε στο Ντίκενς να αναθεωρεί την εξέλιξη της πλοκής ανάλογα με τις αντιδράσεις του κοινού και μάλιστα πολλές φορές άλλαζε την πλοκή ανάλογα με αυτό που προσδοκούσε το κοινό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των μυθιστορημάτων του Ντίκενς ήταν πως ήταν εικονογραφημένα. Ο πρώτος εικονγράφος με τον οποίο συνεργάστηκε ο Ντίκενς για τα βιβλία του ήταν ο Τζώρτζ Κρούινκσανκ. Αυτός εικονογράφησε τον Όλιβερ Τουίστ. Έκτοτε ο Ντίκενς συνεργάστηκε με πολλούς εικονογράφους καθώς οι εικόνες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην εμπειρία της ανάγνωσης των ιστοριών του. Όλες οι σκηνές που επέλεγε ο Ντίκενς για να εικονογραφηθούν δίνουν στον αναγνώστη τις σημαντικές σκηνές του έργου που χρειάζονται έμφαση. Ο Ντίκενς συνεργαζόταν στενά με τους εικονογράφους καθώς τους έδινε πληροφορίες για την εξέλιξη του έργου κάθε μήνα έτσι ώστε να αρχίζουν να εικονογραφούν προτού ακόμα αυτός ξεκινήσει να γράφει. Αυτή η στενή σχέση του με τους εικονογράφους είναι πολύ σημαντική για τους σημερινούς αναγνώστες γιατί μας δίνει μια ιδέα για τους χαρακτήρες έτσι όπως τους περιέγραφε στον εικονογράφο και έδινε την έγκρισή του, όταν το σκίτσο είχε τελειώσει. Οι σκηνοθέτες που αργότερα μετέφεραν τα έργα του Ντίκενς στον κινηματογράφο χρησιμοποιούν τις εικονογραφήσεις των έργων ως βάση για τα κουστούμια και τα σκηνικά. Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό καθώς απέκτησε εννέα παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο. Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην Αμερική όσο ήταν και στην Αγγλία. Το 1842, διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε τις όχι και τόσο κολακευτικές εντυπώσεις από την Αμερική στα Αμερικάνικα Σημειώματα (1842) και στο Μάρτιν Τσάζλγουϊτ (1843-1844). Το 1843 είχε εκδώσει τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ο Δαβίδ Κόπερφιλντ (1849-1850) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό απαθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις Μεγάλες Προσδοκίες. Το 1867 μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ' ένα ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι' αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ' ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της Νέας Υόρκης, έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών. Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ.

Προτάσεις ανάγνωσης: Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, Δαβίδ Κόπερφηλντ, Μεγάλες Προσδοκίες.

Βλέπε επίσης: http://charlesdickenspage.com/dickens_london_map.html (χάρτης του Λονδίνου την εποχή του Ντίκενς)

Το όνομα του Τσαρλς Ντίκενς φέρνει στο μυαλό μας εικόνες από χριστουγεννιάτικη πουτίγκα, γραφικά πανδοχεία, σπιτική ζωή αλλά και ορφανά και πεινασμένα παιδιά, φιλάργυρους ανθρώπους, δολοφόνους και άκαρδους δασκάλους. Ο Ντίκενς είναι η προσωποποίηση του Λονδίνου του 19ου αιώνα. Ο Ντίκενς διέθετε μια μοναδική ικανότητα να παρατηρεί το Λονδίνο, την πόλη που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Επέζησε ως παιδί στους άθλιους δρόμους του, υπήρξε αυτοδίδακτος και έγινε ο μεγαλύτερος συγγραφέας της εποχής του. Κάθε μέρα περπατούσε μεγάλες αποστάσεις και οι περιγραφές του Λονδίνου του 19ου αιώνα προσκαλούν τους αναγνώστες του να βιώσουν την εικόνα, τους ήχους και τις μυρωδιές της παλιάς πόλης. Την εποχή που η Αγγλία ζούσε τη βιομηχανική επανάσταση, η πρωτεύουσά της απολάμβανε τα οφέλη της αλλά και υπέφερε από τις συνέπειες της. Το 1800 ο πληθυσμός του Λονδίνου ήταν περίπου ένα εκατομμύριο ψυχές. Αυτός ο αριθμός ανέβηκε στα τεσσερσήμισι εκατομμύρια μέχρι το 1880. Ήταν γιος του Τζον Ντίκενς, δημοσίου υπαλλήλου με μικρό μισθό, που ποτέ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα έξοδά του. Όταν τέλος οι δανειστές του τον κυνήγησαν και τον έριξαν στη φυλακή για τα χρέη του, ο νεαρός Κάρολος πληγώθηκε τόσο βαθιά, ώστε πήρε την απόφαση να αγωνιστεί για να γλυτώσει από τη φτώχεια και τα χρέη. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί σε εργοστάσιο βερνικιών για να συντηρήσει την οικογένειά του. Η φτώχεια των παιδικών του χρόνων, αν και ήταν άγνωστη στους αναγνώστες του μέχρι το θάνατό του, είχε σημαντική επίδραση στις κατοπινές απόψεις και του αγώνες του Ντίκενς για την κοινωνική μεταρρύθμιση, τα δικαιώματα των παιδιών και τη μόρφωσή τους αλλά και για το λογοτεχνικό κόσμο που δημιούργησε στα έργα του. Δουλεύοντας από παιδί άλλαξε πολλές δουλειές στις οποίες συχνά ένιωθε πως δεν ήταν γι’ αυτόν, τελικά έγινε ανταποκριτής εφημερίδας. Κανείς άλλος ανταποκριτής στο Λονδίνο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Τσαρλς Ντίκενς στην ακρίβεια και στην ταχύτητα των ειδήσεων. Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα, βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του. Η αναγνώριση ήρθε το 1836 με το βιβλίο Τα Χαρτιά του Πίκγουικ. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε γίνει διάσημος για το χιούμορ του και τη διεισδυτική ματιά του στα κοινωνικά προβλήματα. Τα μυθιστορήματά του δημοσιεύονταν κυρίως σε μηνιαία ή εβδομαδιαία περιοδικά, πρακτική που κυριάρχησε με τον Ντίκενς ως τρόπος δημοσίευσης μυθιστορημάτων στη Βικτωριανή Αγγλία. Αυτός ο τρόπος δημοσίευσης επέτρεπε στο Ντίκενς να αναθεωρεί την εξέλιξη της πλοκής ανάλογα με τις αντιδράσεις του κοινού και μάλιστα πολλές φορές άλλαζε την πλοκή ανάλογα με αυτό που προσδοκούσε το κοινό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των μυθιστορημάτων του Ντίκενς ήταν πως ήταν εικονογραφημένα. Ο πρώτος εικονγράφος με τον οποίο συνεργάστηκε ο Ντίκενς για τα βιβλία του ήταν ο Τζώρτζ Κρούινκσανκ. Αυτός εικονογράφησε τον Όλιβερ Τουίστ. Έκτοτε ο Ντίκενς συνεργάστηκε με πολλούς εικονογράφους καθώς οι εικόνες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην εμπειρία της ανάγνωσης των ιστοριών του. Όλες οι σκηνές που επέλεγε ο Ντίκενς για να εικονογραφηθούν δίνουν στον αναγνώστη τις σημαντικές σκηνές του έργου που χρειάζονται έμφαση. Ο Ντίκενς συνεργαζόταν στενά με τους εικονογράφους καθώς τους έδινε πληροφορίες για την εξέλιξη του έργου κάθε μήνα έτσι ώστε να αρχίζουν να εικονογραφούν προτού ακόμα αυτός ξεκινήσει να γράφει. Αυτή η στενή σχέση του με τους εικονογράφους είναι πολύ σημαντική για τους σημερινούς αναγνώστες γιατί μας δίνει μια ιδέα για τους χαρακτήρες έτσι όπως τους περιέγραφε στον εικονογράφο και έδινε την έγκρισή του, όταν το σκίτσο είχε τελειώσει. Οι σκηνοθέτες που αργότερα μετέφεραν τα έργα του Ντίκενς στον κινηματογράφο χρησιμοποιούν τις εικονογραφήσεις των έργων ως βάση για τα κουστούμια και τα σκηνικά. Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό καθώς απέκτησε εννέα παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο. Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην Αμερική όσο ήταν και στην Αγγλία. Το 1842, διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε τις όχι και τόσο κολακευτικές εντυπώσεις από την Αμερική στα Αμερικάνικα Σημειώματα (1842) και στο Μάρτιν Τσάζλγουϊτ (1843-1844). Το 1843 είχε εκδώσει τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ο Δαβίδ Κόπερφιλντ (1849-1850) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό απαθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις Μεγάλες Προσδοκίες. Το 1867 μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ' ένα ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι' αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ' ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της Νέας Υόρκης, έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών. Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ. Προτάσεις ανάγνωσης: Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, Δαβίδ Κόπερφηλντ, Μεγάλες Προσδοκίες. Βλέπε επίσης: http://charlesdickenspage.com/dickens_london_map.html (χάρτης του Λονδίνου την εποχή του Ντίκενς)

Ο Τσαρλς Ντίκενς δημιουργεί τον διάσημο ήρωά του Όλιβερ Τουίστ, ο οποίος ζει στο Λονδίνο της έκρηξης της βιομηχανικής επανάστασης και γνωρίζει τη ζωή στα σαλόνια των πλουσίων αλλά και στους λασπωμένους δρόμους, με τις συμμορίες παιδιών και τη θλιβερή ζωή στα φτωχοκομεία και τα ορφανοτροφεία.

Διαβάστε σχετικά:
Θα ’ταν πια οχτώ το πρωί, και μ’ όλο που είχε αφήσει πια πίσω του την πολιτεία πέντε μίλια, όμως ο Όλιβερ έτρεμε μην τρέχουν πίσω του και τον πιάσουν. Έτρεχε λοιπόν και κρύβουνταν πίσω από τους φράχτες, ωσότου πια, κατά το μεσημέρι, κάθισε κουρασμένος δίπλα σ’ ένα ορόσημο.
Απάνω στο ορόσημο διάβασε: 110 χιλιόμετρα ίσαμε το Λονδίνο.
Λονδίνο! Στο νου του μικρού Όλιβερ άστραψε μια μεγάλη ιδέα: να πάει στη μεγάλη πόλη, όπου κανένας, μήτε ο κύριος Μπώμπλ, δε θα μπορούσε να τον ανακαλύψει! Άκουγε πάντα τους ζητιάνους να λένε στο άσυλο, πως ένας ζητιάνος δε χάνεται ποτέ στο Λονδίνο∙ βρίσκει εκεί πέρα τρόπους να ζει που δεν τους φαντάζεται ο άνθρωπος που ζει στις μικρές πολιτείες.
Σηκώθηκε λοιπόν ο Όλιβερ και κίνησε.
Κρατούσε ένα μικρό μπόγο, όπου ήταν όλη του η περιουσία: ένα κομμάτι ψωμί, ένα ξεσκισμένο πουκάμισο και πενήντα λεπτά∙ του τα είχε κάνει δώρο ο κύριος Σάουερμπέρυ ύστερα από μια κηδεία όπου ο Όλιβερ έπαιξε ιδιαιτέρως καλά το ρόλο του. Όλα αυτά καλά και άγια∙ μα ήταν πολύ λίγα για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι. 110 χιλιόμετρα, και μάλιστα χειμώνας καιρός!
Το μυαλό του Όλιβερ έβρισκε εύκολα τις δυσκολίες, μα δε μπορούσε και να τις νικήσει εύκολα. Και τώρα λοιπόν, αφού πολύ συλλογίστηκε πώς να τα καταφέρει, μετατόπισε το μπόγο του από το δεξιό ώμο στον αριστερό κι άρχισε να περπατά πιο γρήγορα.
Έκανε μια εικοσαριά χιλιόμετρα τη μέρα εκείνη χωρίς να φάει παρά το κομμάτι το ψωμί που κρατούσε. Ήπιε και κάμποσα ποτήρια νερό που τα ζητούσε από τα σπιτάκια που διάβαινε.
Τη νύχτα μπήκε σ’ ένα λιβάδι, χώθηκε μέσα σε ξερό σανό, κι αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα του. Φοβόταν γρικώντας τον άνεμο, κρύωνε, πεινούσε, ένιωθε τον εαυτό του ολομόναχο στον κόσμο∙ ήταν όμως τόσο κουρασμένος, που γρήγορα τον πήρε ο ύπνος και ξέχασε τα βάσανά του.
Το πρωί, όταν ξύπνησε, ήταν μουδιασμένος από το κρύο, και τόσο πεινούσε, που έδωσε όλη του την περιουσία, τα πενήντα λεπτά, και πήρε ψωμί από το πρώτο χωριό.
Δεν έκανε σήμερα πάνω από δώδεκα χιλιόμετρα. Η νύχτα πλάκωσε. Τα πόδια του είχαν πρηστεί κι έτρεμαν από την κούραση. Κοιμήθηκε πάλι στο ύπαιθρο, κι αυτό τον εξάντλησε. Το πρωί με δυσκολία μπορούσε να πάρει τα πόδια του.
Στάθηκε σε μια γωνιά να περάσει το λεωφορείο. Πέρασε. Άπλωσε ο Όλιβερ το χέρι του και ζήτησε ελεημοσύνη. Μα κανένας δεν έβαλε το χέρι του στην τσέπη να του δώσει πεντάρα.
Στα χωριά ο Όλιβερ δεν τολμούσε να ζητιανέψει γιατί παντού στο δρόμο υπήρχαν πινακίδες, κι απάνω τους με μεγάλα γράμματα: Απαγορεύεται η ζητιανιά. Όποιος ζητιανεύει θα μπει στη φυλακή.
Ο Όλιβερ στάθηκε στην αυλή σ’ ένα χάνι και κοίταζε τους ανθρώπους που μπαινόβγαιναν. Η ιδιοκτήτρια τον είδε και τον πέταξε έξω:
- Παλιόπαιδο, κοιτάζεις τι να κλέψεις!
Χωρίς άλλο, αν δεν τύχαινε μια καλή γριούλα, ο Όλιβερ θα ’χε πεθάνει σαν τη μητέρα του στους πέντε δρόμους. Μα η καλή γριούλα του έδωσε λίγο ψωμί κα τυρί και του μίλησε με τόση γλύκα, που η καρδιά του Όλιβερ παρηγορήθηκε και ξέχασε την κούραση και το κρύο.
Πήγαινε λοιπόν έτσι κουτσοζώντας, και την έβδομη μέρα έφτασε στη μικρή πολιτεία Μπάρνετ, απέξω από το Λονδίνο.
Τα παράθυρα ακόμα ήταν κλειστά, οι δρόμοι έρημοι. Ο Όλιβερ, εξαντλημένος, με ματωμένα ποδάρια, κάθισε σ’ ένα πέτρινο κατώφλι.
Σιγά σιγά τα παράθυρα κι οι πόρτες άνοιξαν, φάνηκαν οι πρώτοι διαβάτες στους δρόμους. Μερικοί σταμάτησαν λίγο και κοίταζαν τον Όλιβερ, άλλοι τον έβλεπαν και περνούσαν βιαστικοί. Μα κανένας δεν του έδωσε τίποτα, κανένας δεν τον ρώτησε από πού έρχεται και πού πάει. Κι ο Όλιβερ ντρεπόταν να ζητιανεύει και καθόταν έτσι, ακίνητος και σιωπηλός.
Κοίταζε τ’ αμάξια που περνούσαν και τις ταβέρνες. Έπειτα είδε ένα παιδί που στάθηκε στο αντικρινό πεζοδρόμιο και τον παρατηρούσε με μεγάλη προσοχή. Άξαφνα το παιδί δρασκέλισε το δρόμο κι έτρεξε στον Όλιβερ.
- Άι, σύντροφε, του φώναξε, πώς τα περνάς;
Θα ’χε περίπου την ίδια ηλικία με τον Όλιβερ. Η μύτη του ήταν ανασηκωμένη, το μέτωπο χαμηλό, τα μάτια του αδιάντροπα. Ήταν κοντός, άσχημος, ακάθαρτος. Φορούσε ένα σακάκι που του έφτανε ίσαμε τις φτέρνες∙ τα μανίκια του ήταν ανασηκωμένα ίσαμε τους αγκώνες. Είχε βάλει το καπέλο του τόσο στραβά, που σίγουρα θα ’πεφτε αν κάπου κάπου δεν τίναζε το κεφάλι του να το ξαναφέρει πάλι στη θέση του.
- Πεινώ κι είμαι κουρασμένος, αποκρίθηκε ο Όλιβερ με βουρκωμένα μάτια. Εφτά μέρες περπατώ.
- Εφτά μέρες! Λωποδυτάκος, άι αδερφάκι; Τώρα σήκω, έλα μαζί μου. Θα σου δώσω να φας. Έλα κουνήσου!
Ο νέος βοήθησε τον Όλιβερ να σηκωθεί, τον πήγε σ’ ένα μπακάλικο, αγόρασε λίγο χοιρομέρι και ψωμί και τρύπωσε μια ταβέρνα. Ο νέος διάταξε μπύρα κι είπε στον Όλιβερ:
- Όλα δικά σου, φάε!
Ο Όλιβερ έπεσε με τα μούτρα. Σ’ ένα λεπτό καθάρισε το τραπέζι.
- Ώστε πάμε στο Λονδίνο; Ρώτησε ο νέος.
- Ναι.
- Έχεις πού να κοιμηθείς;
- Όχι
- Έχεις λεφτά;
- Όχι.
Ο άγνωστος έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού κι άρχισε να σφυρίζει.
- Κακό, είπε σε λίγο. Μα μη σκοτίζεσαι. Θα πάω κι εγώ απόψε στο Λονδίνο και γνωρίζω ένα γέρο, έναν άγιο άνθρωπο, κι αυτός θα σε αφήσει να κοιμάσαι σπίτι του. Φτάνει να σε συστήσω εγώ! Και να μη με λένε Τζακ Ντώκινς αν δε σε βοηθήσω!
Το εξωτερικό του νέου αυτού δεν άρεσε καθόλου στον Όλιβερ. Έδειχνε ένα νέο ύποπτο, τεμπέλη, ακάθαρτο. Μα τι να κάνει ο φίλος μας; Αυτός του έδωσε κι έφαγε, αυτός του υποσχέθηκε τώρα και να του βρει κατοικία.
Μπήκαν λοιπόν μαζί στη μεγάλη πολιτεία.
Για μυστηριώδεις λόγους ο Τζακ δεν ήθελε να μπουν στο Λονδίνο πριν πλακώσει καλά η νύχτα. Θα ήταν, λοιπόν, κοντά στα μεσάνυχτα όταν μπήκαν στους πρώτους στενούς κι ακάθαρτους δρόμους του Λονδίνου.
Ο Τζακ πήγαινε βιαστικά, κοίταζε δεξιά, ζερβά, σα να φοβόταν μην τον δει κανείς. Η γειτονιά που περνούσαν ήταν από τις πιο φτωχικές. Ο αγέρας υγρός και βρωμερός, παντού ταβέρνες, όπου τραγουδούσαν και φώναζαν ή μάλωναν μεθυσμένοι.
Ο Όλιβερ συλλογιζόταν αν έπρεπε να προχωρήσει. Θα ήταν ίσως καλύτερο, έλεγε με το νου του, να γυρίσει πίσω. Τον τρόμαζαν οι άνθρωποι που έβλεπε. Μα ο οδηγός του τον πήρε από το χέρι, έσπρωξε μια πόρτα, μπήκαν μέσα κι έκλεισε πάλι.
Ο Τζακ σφύριξε:
- Ποιος είναι; Ακούστηκε τότε μια φωνή.
- Χριστός και Παναγιά! Αποκρίθηκε ο Τζακ.
Θα ήταν σύνθημα. Ένα κερί άναψα, ένα κεφάλι σάλεψε στο βάθος της αυλής, πίσω από την παλιόσκαλα.
- Είστε δυο, είπε ο άνθρωπος σηκώνοντας το κερί του. Ποιος είναι ο άλλος;
- Νεοσύλλεκτος, αποκρίθηκε ο Τζακ.
- Από πού;
- Από τη χώρα της αθωότητας. Είναι ο Φάγκιν απάνω;
- Ανέβα!
- Ο άνθρωπος εξαφανίστηκε, κι έμειναν πάλι στο σκοτάδι.
Ανέβηκαν ψαχουλευτά την ξύλινη σκάλα. Ο Τζακ έσπρωξε μια πόρτα και μπήκε τραβώντας πίσω του τον Όλιβερ.
Μπροστά στη φωτιά, σ’ ένα τραπέζι, έκαιγε ένα σπερματσέτο κολλημένο στο λαιμό μιας μποτίλιας∙ το φως του φώτιζε μερικές κατσαρόλες, ένα ψωμί, βούτυρο κι ένα πιάτο. Ένας Εβραίος γονατιστός στη φωτιά έψηνε λουκάνικα.
Το πρόσωπο του Εβραίου ήταν ολοζάρωτο, σκεπασμένο με κόκκινες τρίχες. Απάνω στο πάτωμα ήταν αραδιασμένα, το ένα δίπλα στο άλλο, βρωμερά αχυρένια στρώματα…
Ξεχάσαμε να πούμε πως γύρω από το τραπέζι πέντε έξι παιδιά, είδος Τζακ, κάπνιζαν πίπα κι έπιναν.
Ο Τζακ ζύγωσε και μίλησε κρυφά του Εβραίου. Γέλασαν κι οι δυο. Έπειτα ο Τζακ είπε δυνατά:
- Σας παρουσιάζω το φίλο μου Όλιβερ Τουίστ!
Ο Εβραίος υποκλίθηκε, έπιασε το χέρι του Όλιβερ κι είπε πως ελπίζει να έχει την τιμή να γνωριστούν καλύτερα. Όλα τα παιδιά περικύκλωσαν το φίλο μας και του έσφιξαν το χέρι με δύναμη. Ο ένας του πήρε το κασκέτο, ο άλλος έψαξε τις τσέπες του και του πήρε ό,τι είχε. Ο Εβραίος όμως έτρεξε κι άρχισε να χτυπά με το πιρούνι τα κεφάλια των παιδιών.
- Χαιρόμαστε πολύ που μας κόπιασες, Όλιβερ, είπε. Άι, Τζακ, βγάλε τα λουκάνικα και σίμωσε το σκαμνάκι να καθίσει ο φίλος μας! Α! κοιτάζεις τα μαντήλια! Σου φαίνονται πάρα πολλά, άι; Έχουμε βλέπεις πλύση! Χα, χα, χα!
Ο Όλιβερ έφαγε. Ο Εβραίος του γέμισε ένα ποτήρι ουίσκι και του είπε να πιει μονορούφι, γιατί χρειάζεται το ποτήρι. Ο Όλιβερ το άδειασε.
Έπειτα έπεσε σ’ ένα στρώμα και κοιμήθηκε βαθιά.

Charles Dickens, Όλιβερ Τουίστ, διασκ. Νίκος Καζαντζάκης, Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1933